ἰσθμός
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
German (Pape)
[Seite 1263] ὁ (s. nom. pr.), eigtl. jeder schmale Zugang, Streif zwischen zwei Dingen; vom Halse, Plat. Tim. 69 e ἰσθμὸν καὶ ὅρον διοικοδομήσαντες τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους, αὐχένα μεταξὺ τιθέντες; gew. Erdenge, Landzunge, καθ' ἣν στενώτατος ἰσθμὸς εἰς τὸν πόντον διήκει Arist. de mund. 3 u. A. Die bedeutendsten, von den Alten erwähnten s. nom. pr. – Auch ein langer u. schmaler Bergrücken, der nur auf einer Seite vom Meere begränzt ist, D. Per. 23. – Die Alten, wie Schol. Od. 18, 299, leiten es von εἰσιέναι her, der Eingang.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσθμός: -οῦ, ὁ (ἴδε ἐν τέλ.), λαιμός, στενὴ διάβασις ἢ συναφή. Πλάτ. Τίμ. 69Ε· μεταφ., βίου βραχὺν ἰσθμὸν Σοφ. Ἀποσπ. 146. ΙΙ. λαιμὸς γῆς μεταξὺ δύο θαλασσῶν, ὁ ἰσθμὸς τῆς Χερσονήσου Ἡρόδ. 6. 36· τοῦ Ἄθω ὁ αὐτ. 7. 22· Κιμμερικὸς Αἰσχύλ. Πρ. 726· ὁ ἰ. τῆς Παλλήνης Θουκ. 1. 56· ὁ τῶν Λευκαδίων ἰ. ὁ αὐτ. 3. 81. 2) ὁ ἰσθμὸς (ἁπλῶς) ἦτο ὁ Ἰσθμὸς τῆς Κορίνθου, Πίνδ., κλ.· καὶ θηλυκ., κλεινᾷ τ’ ἐν Ἰσθμῷ Πινδ. Ο 7. 148· ἐπ’ Ἰσθμῷ ποντίᾳ αὐτόθι 8. 64, Ἡρόδ. 8. 40, κλ.· ἡ δοτ. Ἰσθμῷ κεῖται ὡς Ἐπίρρ., ὡς τὸ Ἰσθμοῖ (ὃ ἴδε), Θουκ. 5. 18 Ἀνθ. Π. 13. 15· πρβλ. Πυθοῖ, Ὀλυμπίασι. 3) ἐν Διον. Π. 20, μακρὰ ὀρεινὴ ὀφρὺς ἢ ῥάχις ἔχουσα μόνον ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους τὴν θάλασσαν. (Ἐκ τοῦ εἶμι, ἴθμα (πρβλ. εἰσίθμη), πρβλ. δυσμή, δυθμή ἐκ τοῦ δύω.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
isthme, langue de terre entre deux mers ; abs. ὁ Ἰσθμός, l’isthme de Corinthe.
Étymologie: R. Ϝιδ, séparer, > *Ϝιδθμός > *Ϝισθμός > ἰσθμός ; cf. lat. vid- dans dividere.
Greek Monolingual
ο (Α ἰσθμός, ὁ και σε επιγρ. και ή)
1. στενή λωρίδα γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο στεριές («ο ισθμός της Παλλήνης»)
2. ως κύρ. όν. ο Ισθμός
ο Ισθμός της Κορίνθου
νεοελλ.
κοιλότητα του σώματος που ενώνει δύο ευρύτερες κοιλότητες
αρχ.
1. στενή διάβαση, «λαιμός»
2. φάρυγγας, λαιμός
3. στενή κορυφογραμμή στον Καύκασο μεταξύ Κασπίας και Ευξείνου
4. (για θάλασσα) διώρυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέθηκε με το εἶμι «πηγαίνω» και σχηματίστηκε με επίθημα -θμο-, το οποίο απαντά στον παράλληλο τ. Ἰ-θμός (σε δελφική επιγραφή) και στα ἴ-θμα, εἰσ-ί-θμη. Το -σ- όμως της λ. παραμένει ανερμήνευτο, ενώ η αναγωγή σε ΙΕ τ. idh-dhmo- είναι αβέβαιη. Τέλος, από σημασιολογικής πλευράς η λ. ἰσθμός μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. eid «ἱσθμός» < ΙE oi-dho- (ή oi-to)].
Greek Monotonic
ἰσθμός: -οῦ, ὁ (εἶμι, ibo), λαιμός (βλ. ἴσθμιον)·
1. οποιοδήποτε στενό πέρασμα· ιδίως, λωρίδα γης μεταξύ δύο θαλασσών, ισθμός, διώρυγα, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ὁ Ἰσθμός απλώς, ο Ισθμός της Κορίνθου, σε Ηρόδ.