κατάδηλος

From LSJ
Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδηλος Medium diacritics: κατάδηλος Low diacritics: κατάδηλος Capitals: ΚΑΤΑΔΗΛΟΣ
Transliteration A: katádēlos Transliteration B: katadēlos Transliteration C: katadilos Beta Code: kata/dhlos

English (LSJ)

ον,

   A manifest, visible, τούτοις οὐ κ. ἦν ἡ μάχη ὑπὸ τοῦ . . ὄρους Th.4.44; κ. γενέσθαι to be discovered, Hdt.1.5, 3.68; κ. μᾶλλον . . τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Th.8.10; κατάδηλον ποιῆσαι make known, discover, Hdt.3.88, cf. Phld.Vit.Herc.1457.10: c. part., φυλάσσων κ. ἔσται S.OC1214 (lyr.); κ. γίγνονται προσποιούμενοι Pl.Ap.23d, etc.; κ. ὦσιν ὅτι... κ. ἔσται ὡς . ., Id.Prt.342b, 355b, cf. Arist.Top.109b2, Ep.Hebr.7.15, etc. Adv. -λως Poll.6.207.

German (Pape)

[Seite 1346] sehr deutlich, offenbar; σκαιοσύναν φυλάσσων ἐν ἐμοὶ κατάδηλος ἔσται Soph. O. C. 1216, es wird sich zeigen, daß er; ἣ τὸν μάγον κατάδηλον ἐποίησε, entdeckte, Her. 3, 88, vgl. 3, 68; οὐκοῦν ταῦτα πάντα τυγχάνει ὄντα κατάδηλα σαφῶς Plat. Rep. IV, 444 c; c. partic., κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι εἰδέναι Apol. 23 d; ὅτι, ὡς, Prot. 342 b 355 b. – Adv., Poll. 6, 207.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδηλος: -ον, ἐντελῶς φανερός, καταφανής, ὁρατός, τούτοις οὐ κατάδηλος ἦν ἡ μάχη ὑπὸ τοῦ… ὄρους Θουκ. 4. 44· κατάδηλος γίγνομαι, γίνομαι φανερός, ἀνακαλύπτομαι, Ἡρόδ. 1. 5., 3. 68· κ. μᾶλλον… τὰ τῶν Χίων ἐφάνη Θουκ. 8. 10· κατάδηλον ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 88· μετὰ μετοχ., κ. ἔσται φυλάσσων Σοφ. Ο. Κ. 1214· κ. γίγνονται προσποιούμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 23D, κτλ.· κ. εἶναι ὅτι…, ὡς… Πλάτ. Πρωτ. 342Β, 355Β, Ἀριστ., κτλ. - Ἐπίρρ. καταδήλως, καταφανῶς, Πολυδ. Ϛ', 207.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très clair, très évident.
Étymologie: κατά, δῆλος.

English (Strong)

from κατά intensive and δῆλος; manifest: far more evident.

English (Thayer)

κατάδηλόν (δῆλος), thoroughly clear, plain, evident: Sophocles), Herodotus, Xenophon, Plato, others) (Cf. δῆλος, at the end.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάδηλος, -ον)
ολοφάνερος, καταφανής
αρχ.
1. (με τα ρ. γίγνομαι ή φαίνομαι) γίνομαι φανερός, ανακαλύπτομαι
2. (με το ρ. ποιώ) καθιστώ γνωστό.
επίρρ...
καταδήλως (AM καταδήλως)
καταφανώς, ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δηλος (< δῆλος «φανερός»), πρβλ. έκ-δηλος, πρό-δηλος].

Greek Monotonic

κατάδηλος: -ον, ολοφάνερος, καταφανής, ορατός, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατάδηλον ποιεῖν, γίνομαι φανερός, φανερώνομαι, ανακαλύπτομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· κ. εἶναι, είμαι ολοφάνερος, σε Ηρόδ., Πλάτ.