καλλιφωνία
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ἡ,
A beauty of sound or pronunciation, D.H.Rh.1.5, 4.1, Luc.Pisc.22. 2 Gramm., euphony, D.T. (Suppl.) 675.14.
German (Pape)
[Seite 1311] ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιφωνία: ἡ, ὡς τὸ εὐφωνία, ἀντίθ. τῷ κακοφωνία καὶ δυσφωνία, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5., 4. 1, Λουκ. Ἁλ. 22. 2) λαμπρότης φωνῆς Ἐπιφάν. 1. 564Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
belle voix, son agréable.
Étymologie: καλλίφωνος.
Greek Monolingual
η (AM καλλιφωνία) καλλίφωνος
1. η γλυκύτητα του ήχου ή της προφοράς, η ωραία φωνή
2. η ευφωνία.
Greek Monotonic
καλλιφωνία: ἡ, μελωδικότητα φωνής, σε Λουκ.