κατασκοπέω

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκοπέω Medium diacritics: κατασκοπέω Low diacritics: κατασκοπέω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: kataskopéō Transliteration B: kataskopeō Transliteration C: kataskopeo Beta Code: kataskope/w

English (LSJ)

fut. -σκέψομαι: aor. -εσκεψάμην:—

   A view closely, spy out, reconnoitre, κ. ὅποι . . E.Hel.1607; τὰ ἀγγελλόμενα reconnoitre, Aen. Tact.23.10; εἴ πῃ . . X.Cyr.7.1.39, cf. Th.6.50, al.; τῶν πολεμίων Plu.Sol.9; keep a look-out, of ships, Plb. 3.95.6:—Med., -σκοπεῖσθαι ἑαυτήν X.Mem.2.1.22; αὐτὸς ἑαυτὸν κ. Arist.MM1213a5; inspect, τὰς πανοπλίας Plb.10.20.2; γραφήν POxy. 1414.4 (iii A.D.); of a medical examination, Gal.1.293.

German (Pape)

[Seite 1379] = Vorigem; ὅπη νοσοῖεν ξύμμαχοι κατασκοπῶν Eur. Hel. 1623; im med., Xen. Hem. 2, 1, 22; τὰς πανοπλίας, mustern, Pol. 10, 20, 2; Sp. S. κατασκέπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι: ἀόρ. -εσκεψάμην, βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, κ. ὅπῃ... Εὐρ. Ἑλ. 1607·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατασκοπεῖσθαι θαμὰ ἑαυτήν, σκοπεῖν δὲ... Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· ἐπιθεωρῶ, ἐξετάζω, Πολύβ. 10. 20, 2· τινὸς Πλουτ. Σόλ. 9· ἐνεργῶ κατασκόπευσιν, προσπαθῶ κρυφίως καὶ δολίως νὰ μάθω τι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 39· προσέχω, φυλάττω φυλακήν, Λατ. speculari, ἑπὶ πλοίων, Πολύβ. 3. 95, 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
observer avec soin, acc..
Étymologie: κατά, σκοπέω.

English (Strong)

from κατάσκοπος; to be a sentinel, i.e. to inspect insidiously: spy out.

English (Thayer)

κατασκόπω: 1st aorist infinitive κατασκοπῆσαι; to inspect, view closely, in order to spy out and plot against: τί, Euripides, Hel. 1607 (1623); so used, especially in middle, in the other Greek writings from Xenophon down).

Greek Monotonic

κατασκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, αόρ. αʹ -εσκεψάμην· παρατηρώ από κοντά, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, σε Ευρ.· κάνω αναγνώριση εδάφους, σε Ξεν.· επίσης στη Μέσ., στον ίδ.