κάττυμα
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
German (Pape)
[Seite 1406] att. = κασσίτερος, κάσσυμα.
French (Bailly abrégé)
att. p. κάσσυμα.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) καττύω
πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)
νεοελλ.
κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα
μσν.
μπάλωμα
αρχ.
1. είδος ελαφρών υποδημάτων
2. είδος μελωδίας που παιζόταν με την κιθάρα
3. (κατά τον Ησύχ.) δόλος, κατεργαριά.