κηροτέχνης

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροτέχνης Medium diacritics: κηροτέχνης Low diacritics: κηροτέχνης Capitals: ΚΗΡΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kērotéchnēs Transliteration B: kērotechnēs Transliteration C: kirotechnis Beta Code: khrote/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A modeller in wax, Anacreont.10.9.

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ, Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, Ἀνακρέοντ. 10. 9

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
modeleur de cire.
Étymologie: κηρός, τέχνη.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κηροτέχνης)
κηροπλάστης, τεχνίτης που κατεργάζεται το κερί.

Greek Monotonic

κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.