ὅδισμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, πολύγομφον ὅ.
A a way compact with bolts, i.e. Xerxes' bridge over the Hellespont, A.Pers.71 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 292] τό, πολύγομφον, Aesch. Pers. 71, die von Xerxes über den Hellespont geschlagene Schiffbrücke, die vielverbundene Straße.
Greek (Liddell-Scott)
ὅδισμα: τό, (ὡς ἐκ ῥήματ. ὁδίζω), πολύγομφον ὅδ., ὁδὸς συνηρμοσμένη διὰ πολλῶν γόμφων, δηλ. ἡ τοῦ Ξέρξου γέφυρα ὑπὲρ τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 71.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
route, voyage.
Étymologie: ὁδός.
Greek Monotonic
ὅδισμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το ὁδίζω), περιοχή απ' όπου διέρχεται δρόμος, τμήμα γέφυρας, σε Αισχύλ.