οἰωνισμός

From LSJ
Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνισμός Medium diacritics: οἰωνισμός Low diacritics: οιωνισμός Capitals: ΟΙΩΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: oiōnismós Transliteration B: oiōnismos Transliteration C: oionismos Beta Code: oi)wnismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., LXXGe.44.5, al., Plu. Num.14.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πλουτ. Νουμ. 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tirer des présages du vol ou du cri des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

Greek Monolingual

ο (Α οἰωνισμός) οιωνίζομαι
παρατήρηση της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη του μέλλοντος.

Greek Monotonic

οἰωνισμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.