οἰωνισμός
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ὁ, = foreg., LXXGe.44.5, al., Plu. Num.14.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πλουτ. Νουμ. 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de tirer des présages du vol ou du cri des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.
Greek Monolingual
ο (Α οἰωνισμός) οιωνίζομαι
παρατήρηση της κραυγής και του τρόπου πτήσης τών πτηνών για την πρόβλεψη του μέλλοντος.
Greek Monotonic
οἰωνισμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.