πάρθεσαν
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao.2 act épq. de παρατίθημι.
English (Autenrieth)
see παρατίθημι.
Greek Monotonic
πάρθεσαν: Επικ. αντί παρέθεσαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του παρατίθημι.