πιπράσκω
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A v. πέρνημι.
German (Pape)
[Seite 618] ion. πιπρήσκω (περάω), fut. u. aor. act. fehlen, perf. πέπρακα, πέπραμαι, aor. ἐπράθην, fut. πεπράσομαι, denn πραθήσομαι galt für unattisch; – verkaufen, bes. über das Meer hin, außerhalb des Landes; διχῶς ἐπράθην, Aesch. Ch. 902; Ag. 1011; πραθεὶς Ὀμφάλῃ, Soph. Tr. 251; auch, wie bei uns, für verrathen, πέπραμαι κἀπόλωλα, Phil. 966; εὐμορφίᾳ πραθεῖσα, Eur. Troad. 936; πεπρᾶσθαι, Ar. Ach. 700 (Xen. Hell. 6, 2, 15); πεπράσομαι, Vesp. 179; ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα, Plat. Phaed. 69 b, wie τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθέν Legg. VIII, 850 a u. ὅσα πρατέα ἑκάστοις ἢ ὠνητέα τοῖς δεομένοις 849 c; τινός, wofür, Xen. An. 7, 7, 26; τοῖς πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς τἀναντία τοῖς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν, Dem. 17, 13, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πιπράσκω: Ἰων. πιπρήσκω, Καλλ. Ἀποσπ. 85, Λουκ. Ὄνος 32· πρκμ. πέπρᾱκα, Ἄλεξις ἐν «Μάντεσι» 1, Ἰσαῖ. 66. 34, κλπ. ― ὁ πρκμ. καὶ ὑπερσ. εἶναι οἱ μόνοι χρόνοι τοῦ ἐνεργ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (ὡς ἐνεστὼς δὲ παρὰ μὲν τοῖς προγενεστέροις ἦν τὸ περάω ἢ πέρνημι, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. τὸ πωλέω, μέλλων δὲ καὶ ἀόρ. παρὰ τοῖς Ἀττ. ἀποδώσομαι, ἀπεδόμην). ― Παθ., πιπράσκομαι Λυσίας 151. 12, Πλάτ. Φαίδων 69Β· πεπράσομαι [ᾱ], Ἀριστοφ. Σφ. 179, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 36. μεταγεν., πρᾱθήσομαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 411, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 160F, Ἰώσηπ., κλ., ἴδε Μοῖρ. 294· ― ἀόρ. ἐπράθην [ᾱ] Σόλων 35. 7, Αἰσχύλ. κλ., Ἰων. ἐπρήθην Ἡρόδ. 1. 156., κλπ.· ― πρκμ. πέπρᾱμαι Αἰσχύλ., Σοφ., κλ., Ἰων. πέπρημαι Ἡρόδ. 2. 56· ἀπαρ. πεπρᾶσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 734 κἑξ., Εἰρ. 1011, Ἀνδοκ. 10. 18, κτλ.· ὑπερσ. ἐπέπρᾱτο Ἀριστοφ. Ἀχ. 522. ― ὁ πλήρης τύπος εἶναι πιπεράσκω, σχηματισθεὶς κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ περάω Β.) Πωλῶ, τὰ κτήματα ε΄ ταλάντων πεπρακότας Ἰσαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ ὅλα πεπρακέναι Δημ. 234. 17· τἄλλα πλὴν ἑαυτοὺς οἰομένοις πωλεῖν, πρώτους ἑαυτοὺς πεπρακόσιν αἰσθέσθαι ὁ αὐτ. 241. 10. ― Παθ., πωλοῦμαι, μάλιστα πρὸς ἐξαγωγήν, Σόλων καὶ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Χο. 915, Εὐρ. Ἴων 310· ἐς Λιβύην, τοὺς Θεσπρωτούς Ἡρόδ. 2. 54, 56· ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα Πλάτ. Φαίδων 69Β· τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθὲν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 850Α· πραθείσης ὀλίγου (τῆς πεντηκοστῆς), πωληθείσης ἀντὶ ὀλίγου (ἴδε πεντηκοστή), Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 134. ΙΙ. προδίδω λαμβάνων χρήματα, πωλῶ, ἐπὶ πολιτικῶν ἡγετῶν, πεπρακέναι αὐτοὺς τῷ Φιλίππῳ Δημ. 148. 8, πρβλ. 215. 6, κτλ.· τὴν πατρῴαν γῆν πεπρακέναι Δείναρχ. 99. 17· πεπρακότες τὴν τοῦ βίου παρρησίαν Ἄλεξις ἐν «Μάντεσι» 1· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πέπραμαι, ἔχω προδοθῆ, πέπραμαι κἀπόλωλα Σοφ. Φιλ. 978· οὕτως, εὐμορφίᾳ πραθεῖσα Εὐρ. Τρῳ. 936.
French (Bailly abrégé)
f. περάσω, att. περῶ, ao. ἐπέρασα, pf. πέπρακα, pqp. ἐπεπράκειν;
Pass. f. πραθήσομαι, ao. ἐπράθην, pf. πέπραμαι, pqp. ἐπεπράμην, f.ant. πεπράσομαι;
transporter pour vendre, en parl. de pers. (prisonniers, esclaves, etc.) ; en parl. de choses πιπράσκειν τί τινι vendre qch à qqn ; πιπράσκειν ἑαυτόν DÉM se vendre soi-même, càd se laisser corrompre ; fig. vendre, trahir, acc..
Étymologie: R. Παρ > Πρα, vendre, avec redoubl. πι-πρα-.
English (Strong)
a reduplicated and prolonged form of prao; (which occurs only as an alternate in certain tenses); contracted from perao (to traverse; from the base of πέραν); to traffic (by travelling), i.e. dispose of as merchandise or into slavery (literally or figuratively): sell.
English (Thayer)
imperfect ἐπίπρασκον; perfect πέπρακα; passive, present participle πιπρασκόμενος; perfect participle πεπραμένος; 1st aorist ἐπράθην; (from περάω to cross, to transport to a distant land); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for מָכַר; to sell: Sophocles' Glossary, etc., Introduction, § 82,4) τινα, one into slavery, πεπραμένος ὑπό τήν ἁμαρτίαν (A. V. sold under sin) i. e. entirely under the control of the love of sinning, ἐπράθησαν τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν, Sophocles Trach. 252; ἑαυτόν τίνι, of one bribed to give himself up wholly to another's will, τῷ Φιλίππῳ, Demosthenes, p. 148,8).
Greek Monolingual
και ιων. τ. πιπρήσκω Α
1. (γενικά) πουλώ
2. (ειδικά) (σχετικά με πρόσ. και πράγματα) πουλώ κάτι για εξαγωγή, κάνω εξαγωγή
3. μτφ. προδίδω κάποιον προκειμένου να αποκτήσω χρήματα («πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς τἀναντία τοῑς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πέρνημι.
Greek Monotonic
πιπράσκω: Ιων. πιπρήσκω, συντετμ. τύπος από το πι-περάσκω, αναδιπλ. τύπος από περάω Β, παρακ. πέπρᾱχα· γʹ ενικ. υπερσ. ἐπεπράκει — Παθ., μέλ. πραθήσομαι και πεπράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐπράθην [ᾱ], Ιων. ἐπρήθην· παρακ. πέπρᾱμαι, Ιων. πέπρημαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἐπέπρᾱτο·
I. πουλώ, σε Δημ. — Παθ., πουλιέμαι, πωλούμαι, ιδίως προς εξαγωγή, σε Ηρόδ., Αττ.
II. πουλώ, προδίδω εξαιτίας δωροδοκίας, λέγεται για πολιτικούς ηγέτες, σε Δημ.· μεταφ. στην Παθ. πέπραμαι, έχω αγοραστεί και πουληθεί, δηλ. προδόθηκα, καταστράφηκα, είμαι ρημαγμένος, σε Σοφ.