προεισπέμπω

From LSJ
Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεισπέμπω Medium diacritics: προεισπέμπω Low diacritics: προεισπέμπω Capitals: ΠΡΟΕΙΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: proeispémpō Transliteration B: proeispempō Transliteration C: proeispempo Beta Code: proeispe/mpw

English (LSJ)

   A send in before, X.Cyr.5.2.6, J.AJ 14.11.6, Luc.Alex.11, etc.

German (Pape)

[Seite 718] vorher hineinschicken; Xen. Cyr. 5, 2, 6; Luc. Alex. 11.

Greek (Liddell-Scott)

προεισπέμπω: εἰσπέμπω πρότερον, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 6, Λουκ. Ἀλέξ. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 envoyer en avant, acc.;
2 introduire auparavant, particul. introduire avec pompe, acc..
Étymologie: πρό, εἰσπέμπω.

Greek Monolingual

Α
στέλνω κάποιον κάπου προηγουμένως («προεισπέμψας οὖν ὁ Κῡρος προσκόπους... αὐτὸς οὕτως εἰσήει», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰσπέμπω «στέλνω κάποιον κάπου»].

Greek Monotonic

προεισπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μέσα εκ των προτέρων, σε Ξεν.