πορευτέος

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορευτέος Medium diacritics: πορευτέος Low diacritics: πορευτέος Capitals: ΠΟΡΕΥΤΕΟΣ
Transliteration A: poreutéos Transliteration B: poreuteos Transliteration C: porefteos Beta Code: poreute/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be traversed, ὁδός S.Ph.993; ὄρη X.An.2.5.18.    II neut. πορευτέον, one must go, S.Aj.690, E.Heracl.730, Pl.R.452c.

Greek (Liddell-Scott)

πορευτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πορεύεσθαι, ὁδὸς Σοφ. Φιλ. 993· ὄρη Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. οὐδ. πορευτέον, δεῖ πορεύεσθαι, Σοφ. Αἴ. 693, Εὐρ. Ἡρακλ. 730, Πλάτ. Πολ. 452C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de πορεύω.

Greek Monotonic

πορευτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.
II. πορευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.