ὑπερπηδάω

From LSJ
Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπηδάω Medium diacritics: ὑπερπηδάω Low diacritics: υπερπηδάω Capitals: ΥΠΕΡΠΗΔΑΩ
Transliteration A: hyperpēdáō Transliteration B: hyperpēdaō Transliteration C: yperpidao Beta Code: u(perphda/w

English (LSJ)

   A leap over, τοὺς δρυφάκτους Ar.Eq.675; τὸν ποταμόν Luc.Ind.7.    II metaph., overleap, in various senses,    1 escape from, θεοῦ . . πληγὴν οὐχ ὑ. βροτός S.Fr.961.    2 overstep, transgress, νόμιμα D.23.73, cf. Aeschin.3.12,200, Hyp.Lyc. 12.    3 surpass, ὑ. τῷ μηχανήματι τοὺς σύμπαντας Pl.Lg.677e, cf. Ael.NA6.25.    4 abs., pass over, εἴς τι Arist.Metaph.1027b6.    5 of a roller, skip a point, Id.Mech.855b26; so, pass over, omit, ἑκόντα ὑ. Lib.Or.59.80, cf. Ep.925.1.

German (Pape)

[Seite 1200] darüberspringen, überspringen, τί; – übertr., übertreffen, τινά τινι, Ar. Equ. 680; Plat. Legg. III, 677 e u. Sp., τὰς ἄλλας σωφροσύνῃ Ael. H. A. 6, 25; – aber auch sich über Etwas fort setzen, vernachlässigen, δικαστήρια καὶ νόμιμα οὕ. τως ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν Dem. 23, 75.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, πηδῶ ὑπεράνω, τοὺς δρυφάκτους Ἀριστοφ. Σφ. 675· τὸν ποταμὸν Λουκ. Πρὸς Ἀπαίδευτ. 7. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερπηδῶ, ὑπερβαίνω, ἐπὶ ποικίλων ἐννοιῶν, 1) ἐκφεύγω, διαφεύγω, θεοῦ... πληγὴν οὐχ ὑπ. βροτὸς Σοφ. Ἀποσπ. 656. 2) ὑπερβαίνω, παραβαίνω, τὰ νόμιμα Δημ. 644. 16, πρβλ. Αἰσχίν. 55. 29., 82. 29· ὑπερπηδήσας ἅπαντας τοὺς νόμους Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 12. 3) ὑπερτερῶ, ὑπ. τῷ μηχανήματι τοὺς ξύμπαντας Πλάτ. Νόμ. 677E, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 25. 4) ἀπολ., διέρχομαι ἄνωθεν μεθ’ ὁρμῆς ἢ ταχύτητος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. sauter ou bondir par-dessus, acc.;
II. fig. 1 dépasser, surpasser, l’emporter sur : τινί τινα sur qqn en qch;
2 transgresser, violer, se moquer de, acc..
Étymologie: ὑπέρ, πηδάω.

Greek Monotonic

ὑπερπηδάω: μέλ. -ήσομαι,
I. πηδώ πάνω από, με αιτ., σε Αριστοφ.
II. μεταφ., υπερπηδώ, υπερβαίνω, σε Δημ., Αισχίν.