χειραγωγός
English (LSJ)
όν,
A leading, guiding, χ. ἀρχή Supp.Epigr.8.464 (Egypt). 2 Subst., leader, guide, ἔχει . . χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων Philem.127; cf. Act.Ap.13.11, Plu.2.794d: τοῦ βίου τυφλὴ χ. (of Τύχη), ib.98b; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Lib.Or.61.4.
German (Pape)
[Seite 1344] an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χειρᾰγωγός: -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui conduit par la main ; ὁ ou ἡ χειραγωγός PLUT guide, conducteur, conductrice.
Étymologie: χείρ, ἄγω.
English (Strong)
from χείρ and a reduplicated form of ἄγω; a hand-leader, i.e. personal conductor (of a blind person): some to lead by the hand.
English (Thayer)
χειραγωγον (χείρ and ἄγω), leading one by the hand: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «χειραγωγός του τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ)
2. αυτός που καθοδηγεί κάποιον, καθοδηγητής («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν χειραγωγός», Δίον. Αρ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. σχοινί στις πλευρές σκάλας ή γέφυρας πλοίου για να στηρίζονται όσοι ανεβοκατεβαίνουν ή διέρχονται από αυτήν, κν. βαρδαμάνα και βαρδατζέντα
2. ανάλογο, ξύλινο ή μεταλλικό στήριγμα σε σκάλα σπιτιού, χειρολαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ-αγωγός].
Greek Monotonic
χειρᾰγωγός: ὁ, κάποιος που οδηγεί κάποιον από το χέρι, καθοδηγητής, οδηγός, σε Καινή Διαθήκη