ὠκύς

From LSJ
Revision as of 02:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκύς Medium diacritics: ὠκύς Low diacritics: ωκύς Capitals: ΩΚΥΣ
Transliteration A: ōkýs Transliteration B: ōkys Transliteration C: okys Beta Code: w)ku/s

English (LSJ)

[ῠ], ὠκεῖα, ὠκύ, gen. έος, είας, έος: Ep. and Ion. fem. ὠκέᾰ, as always in Il.,2.786, al. (in the formula ὠκέα Ἶρις), cf. Hes.Th. 780; in Od., only in 12.374 (

   A v.l. ὠκύς): fem. pl. ὠκεῖαι Od.7.36; Ep. gen. ὠκειάων 9.101, Il.4.500, etc.; fem. ὠκύς Jo.Gaz.Ecphr.1.240, v.l. (ἐν πολλοῖς Sch.) in Od.12.374:—quick, swift, fleet, κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν Od.8.329; mostly of persons, freq. with πόδας added, specially of Achilles, Il.1.58, etc.; also ὠκὺς Ἀχ., without πόδας, 21.211, 22.188; so ὠκέα, of Iris, 2.786, al. (ὦκα δὲ Ἶ. shd. be read for ὠκέα δ' Ἶρις, 23.198); of animals, [ἴρηξ] ὤκιστος πετεηνῶν 15.238, cf. 21.253; ἵπποι 8.88; ἔλαφοι Od.6.104; also of things, esp. of ships, Il.8.197, Od.7.36; of arrows, Il.5.106, 112, al.; ὠ. πτέρυξ Pi.P.1.6; αἰετός Id.N.3.80; ἴτ' ἆσσον ὠκεῖς S.Ant.1215, cf. E.Ba. 452, etc.; ὠκὺς Ἄρης Id.Andr.106 (eleg.), cf. Od.8.331 (Sup.); of the sun, ὠ. ἠέλιος Mimn.11.5, AP7.466 (Leon.): also ὠκὺ νόημα h.Merc.43, cf. Od.7.36; θνατῶν φρένες ὠκύτεραι Pi.P.4.139; πρᾶξις, γάμος, ib.9.67,114 (Sup.); ὠκεῖαι χάριτες γλυκερώτεραι AP10.30: τὸ ὠκύ quickness, sharpness, E.Fr.1032; ὤκιστος τῇ ἀκοῇ Ael.NA6.63.    2 of sound, shrill, ἀοιδαί, of the creaking of door-hinges, A.R.4.42.    II Adv. -έως Pi.P.3.58, N.10.64, Parth.2.6, Luc.Salt.19; cf. ὦκα: once neut. ὠκύ as Adv., ὣς ἔπεσ' Ἕκτορος ὠκὺ χαμαὶ μένος Il.14.418 (v.l. ὦκα, v. Sch.).    III degrees of Comparison, regul. Sup. ὠκύτατος Od.8.331, Pi.P.9.114: irreg. Sup., ὤκιστος πετεηνῶν Il. 15.238, 21.253; ὤκιστος ὄλεθρος 22.325; [καιρός] A.Th.65. Adv. ὤκιστα Od.22.77, 133, A.R.4.242.—The word is mostly Ep., being used once by A. and once by S., but more freq. in E.; also in late Prose, as Aret.SA2.3 (Comp.), Ael. l.c., Luc.Herm.77.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ion. έα, ύ;
1 rapide, prompt, vite, agile : πόδας ὠκύς, aux pieds agiles;
2 aigu, perçant, tranchant ; en parl. du son ὤκιστος ἀκοῇ ÉL qui a l’ouïe très fine;
Cp. ὠκύτερος, Sp. ὠκύτατος ou ὤκιστος.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu ; cf. ἀκή, ἀκωκή, lat. acer, accipiter.

English (Autenrieth)

ὠκεῖα and ὠκέα, ὠκύ (cf. ocior), sup. ὤκιστος, ὠκύτατος (Od. 8.331): swift, fleet, often πόδας ὠκύς, ‘swift-footed.’ Of things, βέλος, ὀιστός, ὄλεθρος, Il. 22.325. Predicatively as adv., Od. 12.374, Il. 23.880.—Sup. neut. pl. as adv., ὤκιστα, Od. 22.77, 133.

English (Slater)

ὠκῠς (-ύς; -εῖα, -εῖαν, -είας; -έα nom.: ὠκύτεραι: ὠκύτατον m.)
   1 swift, eager πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (O. 2.83) Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις (P. 1.6) “ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας” (P. 4.139) ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις pr. (P. 9.67) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.114) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες (N. 1.42) ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς (N. 3.80) ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. ]ωκεια[ P. Oxy. 2442, fr. 104. adv., ὠκέως, ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν ὠκέως (P. 3.58) καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως (N. 10.64) ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως Παρθ. 2. 6.

Greek Monolingual

-εῑα, -ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ
(ιδίως ως προσωνυμία του Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ' ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για πτηνό) ταχύπτερος
2. (για πλοίο) ταχύπλοος
3. (για βέλος) ὠκύπορος
4. οξύς («ὠκὺ νόημα», Ύμν. Ερμ.)
5. αυτός που τελείται γρήγορα
6. καυστικός («ἀκτὶς ὠκέος ἠελίου», Ανθ. Παλ.)
7. διαπεραστικός
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκύ
α) η ταχύτητα
β) η οξύτητα.
επίρρ...
ὠκέως Α
με ταχύτητα, γρήγορα («χερσὶ καθέλεν.. ὠκέως», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὠκύς ανάγεται σε ΙΕ τ. ōku-s και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšu- και αβεστ. āsu-, ενώ ο υπερθ. του επιθ. ὤκιστος αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. āšis tha και αβεστ. āsišta-. Ο λατ., εξάλλου, τ. του συγκριτικού ōcior αντιστοιχεί με τον ανώμαλο τ. συγκριτικού ὠκίων, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον ομαλό τ. ὠκύτερος. Έχει υποστηριχθεί, τέλος, η σύνδεση της οικογένειας του ὠκύς «ταχύς, γρήγορος» αλλά και «οξύς» με τη ρίζα ak- «οξύς αιχμηρός» (πρβλ. λατ. accipiter «ταχύπτερος»), βλ. και λ. οξύς].

Greek Monotonic

ὠκύς: [ῠ], ὠκεῖα, ὠκύ, γεν. -έος, είας, έος, Επικ. και θηλ. ὠκέᾰ, θηλ. πληθ. ὠκεῖαι, Επικ. γεν. ὠκειάων·
I. 1. (συγγενές προς το ὀξύς)· γρήγορος, ταχύς, ορμητικός, σε Ομήρ. Οδ.· πόδαςὠκύς, λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· πόδαςὠκέα, λέγεται για την Ίριδα, στο ίδ. κ.λπ.
2. = ὀξύς, κοφτερός, σε Ανθ.
II. επίρρ. -έως, σε Πίνδ., αλλά στον τύπο ὦκα —σχημ. όπως το τάχα— βρίσκεται συχνά στον Όμηρ.
III. Ομαλά παραθετικά, ὠκύτερος, ὠκύτατος, σε Ομήρ. Οδ.· ανώμ. υπερθ., ὤκιστος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.