ψυχοπλανής
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ές,
A making the soul wander, epith. of Dionysus, AP9.524.24.
German (Pape)
[Seite 1404] ές, die Seele verwirrend, täuschend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοπλανής: -ές, ὁ κάμνων τὴν ψυχὴν νὰ πλανᾶται, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui égare les âmes.
Étymologie: ψυχή, πλανάω.
Greek Monolingual
-ές, Α
ψυχοπλάνος («ψυχοπλανὴς Βάκχος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νοο-πλανής].
Greek Monotonic
ψῡχοπλᾰνής: -ές, αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.