εὐρυλείμων

From LSJ
Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠλείμων Medium diacritics: εὐρυλείμων Low diacritics: ευρυλείμων Capitals: ΕΥΡΥΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: euryleímōn Transliteration B: euryleimōn Transliteration C: evryleimon Beta Code: eu)rulei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ωνος,

   A with broad meadows, Λιβύα Pi.P.9.55.

German (Pape)

[Seite 1095] ωνος, mit breiten Wiesen, Λιβύα Pind. P. 9, 55.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυλείμων: -ον, ἔχων εὐρεῖς λειμῶνας, Λιβύα Πινδ. Π. 9. 95.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux vastes prairies.
Étymologie: εὐρύς, λειμών.

English (Slater)

εὐρῠλείμων
   1 with broad meadows “εὐρυλείμων πότνια Λιβύα” (P. 9.55)

Greek Monolingual

εὐρυλείμων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που έχει ευρύχωρα, πλατιά λιβάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + λειμών.

Greek Monotonic

εὐρυλείμων: -ον, αυτός που έχει απέραντα λιβάδια, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠλείμων: 2, gen. ονος adj. с обширными лугами (Λιβύα Pind.).