ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
adv.inégalement.Étymologie: ἄνισος.
ἀνίσως: (ῐ)1) неравным образом (νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arst.);2) несправедливо (ἔχειν πρός τινα Dem.).