παχυσκελής

Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ές,

   A thick-legged, Lyr.Adesp.21, Gal.6.322, Adam.2.31.

German (Pape)

[Seite 540] ές, dickschenkelig, dickbeinig, poet. bei Plut. non posse 21 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχυσκελής: -ές, ὁ ἔχων παχέα τὰ σκέλη, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1101F, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχνοσκελής, Γαλην. τ. 6. 322, 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux grosses jambes.
Étymologie: παχύς, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει παχιά, χοντρά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής].

Russian (Dvoretsky)

πᾰχυσκελής: толстоногий Plut.