συμπίλησις

From LSJ
Revision as of 06:39, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπῑλησις Medium diacritics: συμπίλησις Low diacritics: συμπίλησις Capitals: ΣΥΜΠΙΛΗΣΙΣ
Transliteration A: sympílēsis Transliteration B: sympilēsis Transliteration C: sympilisis Beta Code: sumpi/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A compression, Poll.7.171.

German (Pape)

[Seite 987] ἡ, das Verfilzen, Poll. 7, 171.

Greek (Liddell-Scott)

συμπίλησις: ἡ, συμπίεσις, σύνθλιψις, τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
resserrement, condensation.
Étymologie: συμπιλέω.

Russian (Dvoretsky)

συμπίλησις: εως (πῑ) ἡ уплотнение, сгущение Arst., Plut.