3ᵉ sg. ao. itér. de ὁμοκλέω.
ὁμοκλήσασκε: Επικ. γʹ ενικ. του ὁμοκλάω.
ὁμοκλήσασκε: эп. 3 л. sing. aor. iter. к ὁμοκλέω.