πίσσα

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσσᾰ Medium diacritics: πίσσα Low diacritics: πίσσα Capitals: ΠΙΣΣΑ
Transliteration A: píssa Transliteration B: pissa Transliteration C: pissa Beta Code: pi/ssa

English (LSJ)

Att. πίττᾰ, ἡ,

   A pitch, Il.4.277, Hdt.4.195, Call.Hec.1.4.4, etc.: gen. pl. written πισᾶν IG42(1).102.278 (Epid., iv B. C.); but sg. πίσσας ib.238,240: distd. as π. ὠμή and ἑψηθεῖσα, Thphr.HP3.9.2, cf. Plb.5.89.6, Hp.Mul.1.37; π. ὑγρά raw pitch, Dsc.1.72.1, PLond. 3.1171.11; opp. ξηρά, Dsc.1.72.5, PLond.3.929.66, SIG1171.14 (Lebena), cf. παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης, = πίσσανθος, Hp.Ulc.12: prov., μελάντερον ἠΰτε πίσσα Il.l.c.; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i.e. he has got the first taste of misery, D.50.26, cf. Theoc.14.51; πέπονθα . . ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς Herod.2.62.    II resin, used for treating winejars, PCair.Zen.481 (iii B. C.). (Cf. Lat. pix.)

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, att. -ττα, Pech, hartes u. flüssiges, auch Theer; μελάντερον ήΰτε πίσσα, Il. 4, 277, wie wir »pechschwarz« sagen, Aesch. frg. 175; u. in Prosa, Thuc. u. Folgde, ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, Dem. 50, 26, sprichwörtlich, nun kommen die Nachwehen; vgl. Diogen. 2, 64. ἐπὶ τῶν νεωστὶ πεῖραν, τῶν κακῶν λαμβανόντων, Theocr. 11. 51.

Greek (Liddell-Scott)

πίσσᾰ: Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. πεύκη), ὡς καὶ νῦν, πίσσα Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ πίσσα ἐκαλεῖτο καὶ ὑγρά, Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ παλίμπισσα, αὐτόθι 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε πίσσα (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poix.
Étymologie: p. *πίτjα de πίτυς ; cf. lat. pix.

English (Autenrieth)

pitch.

Spanish

resina

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. πίττα Α
νεοελλ.
1. (φαρμ.) προϊόν ξηράς απόσταξης ξύλου αρκεύθου ή ξύλου πεύκου ή, ακόμη, και γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται είτε αυτούσιο, είτε σε λοσιόν είτε σε αλοιφή για την αντισηπτική, κερατολυτική και επουλωτική του δράση, καθώς και ως απολυμαντικό και παρασιτοκτόνο
2. φρ. α) «μαύρος πίσσα» — πολύ μαύρος
β) «σκοτάδι πίσσα» — βαθύ απόλυτο σκοτάδι
νεοελλ.-μσν.
το μαύρο ή καφέ σκούρο υπόλειμμα της απόσταξης της λιθανθρακόπισσας, της ξυλόπισσας ή λιπών, λιπαρών οξέων και λιπαρών ελαίων
αρχ.
1. η ξυλόπισσα
2. ρητίνη την οποία χρησιμοποιούσαν για την επάλειψη της εσωτερικής επιφάνειας τών βαρελιών κρασιού
3. φρ. α) «πίσσα ὠμή» — ξυλόπισσα που δεν έχει υποστεί κατεργασία
β) «ὑγρά πίσσα» — κατεργασμένη ξυλόπισσα σε ρευστή κατάσταση
γ) «ὀρὸς πίσσης» — πίσσανθος
4. παροιμ. φρ. α) «πάσχω ὅσσα μῡς ἐν πίσσῃ.» — υποφέρω πάρα πολλά δεινά
β) «ἄρτι μῡς πίττης γεύεται» — λεγόταν για εκείνον που είχε υποστεί πρόσφατα πολλά δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πίσσα συνδέεται με το αρχ. όνομα της λατινικής pix, picis «πίσσα» (< IE piq-, πρβλ. ρωσ. pikŭlŭ, αρχ. σλαβ. picilŭ), που είναι δάνειο από τη Γερμανική. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ya (πρβλ. κίσσα, νήσσα, γλώσσα)].

Greek Monotonic

πίσσᾰ: Αττ. πίττᾰ, ἡ, πίσσα, Λατ. pix, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· παροιμ., ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. παίρνει την πρώτη γεύση της δυστυχίας, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πίσσᾰ: атт. πίττᾰ ἡ смола Hom., Aesch., Her.: μελάντερος ἠΰτε π. Hom. черный как смола; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται погов. Dem. и вот мышь вкушает смолу, т. е. наступают черные дни.