εἰσπίτνω
From LSJ
English (LSJ)
poet. form of εἰσπίπτω, E.Tr.751.
German (Pape)
[Seite 745] dasselbe, Eur. Tr. 746, besser εἰσπιτνών als aor.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπίτνω: ποιητ. τύπος τοῦ εἰσπίπτω, (ἴδε πίτνω), πτέρυγας εἰσπίτνων ἐμὰς Εὐρ. Τρῳ. 751.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰσπίτνω: ποιητ. τύπος του εἰσ-πίπτω (βλ. πίτνω), σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπίτνω: припадать, прильнуть (πτέρυγάς τινος Eur.).