συνεργός
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
όν,
A working together, joining or helping in work, and as Subst., ὁ, ἡ, helper, E.Or.1446 (lyr.), Med.396, Pl.Chrm.173d, IPE 12.352.37 (Chersonesus, ii B.C.); in bad sense, accomplice, Th.8.92, PFay.12.10 (ii B.C.), BGU1761.8 (i B.C., pl.): c. dat. pers., E.Hipp. 523, Th.3.63, X.Cyr.8.4.17, Pl.Smp.180e, Men.Epit.83; so metaph., σ. πλοῦτος . . κακίᾳ Teles p.46 H.; distd. from συναίτιον, Gal. 19.393: rarely c. gen. pers., ἡμῶν τι σ. (unless ἡμῶν is partit.) Epicur.Nat.98 G.; θεοῦ 1 Ep.Cor.3.9: c. gen. rei, taking part in a thing, σ. τείχεος helping to make it, Pi.O.8.32; σ. τῶν ἐν τῷ κόσμῳ γινομένων Heraclit.75; ξ. ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς, helping towards them, E.Hipp.676, Med.845 (both lyr.); σ. τινί τινος helping a person in a thing, θρήνων ἐμοὶ (prob. for θρήνοις ἐμῶν) ξ. Id.Hel.1112 (lyr.), cf. X.An.1.9.21; σ. εἴς τι Id.Mem.4.3.10, Smp.8.38, Ep.Col.4.11; πρός τι X.Mem.4.3.7; πρὸς κακωδίαν Thphr.Sud.8; πρὸς τὴν τῆς πόλεως σωτηρίαν Zeno Stoic.1.61; ἐν μάχαις Ar.Eq.588 (lyr.): c. inf., σ. τῷ παιδὶ μὴ 'κπεσεῖν E.Ion48. 2 Astrol., in co-operation, of planetary influence, Vett.Val.55.15; distd. from ὑπουργός, Serapio in Cat.Cod. Astr.8(4).226. II person of the same trade as another, fellowworkman, colleague, c. gen. pers., D.19.144, cf. IG12.374.87, PCair.Zen.758.8 (iii B.C.), Plu.Per.31:—in this sense some write σύνεργος, Ammon.Diff.p.126 V., Thom.Mag.p.339 R.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργός: -όν, ὁ ὁμοῦ ἐργαζόμενος, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐργαζόμενος ἢ βοηθῶν εἰς τὸ ἔργον, καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ, ἡ, ὁ βοηθὸς εἴς τι ἔργον, συνεργάτης συμβοηθός, Εὐρ. Ὀρ. 1446, Μήδ. 395, Θουκ. 8. 92, Πλάτ., κλπ.· μετὰ δοτικ. προσώπ., Εὐρ. Ἱππ. 523, Θουκ. 3. 63, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 17, κτλ.· συνεργὸς θρήνοις ἐμοῖς, σὺν ἐμοὶ θρηνῶν, Εὐρ. Ἑλ. 1112· σπανίως μετὰ γενικ. προσώπ., Πλουτ. Περικλ. 31· μετὰ γενικ. πράγματ., ὁ λαμβάνων μέρος εἴς τι ἔργον ἢ εἰς τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, συν. τείχεος, βοηθὸς εἰς τὴν ἀνέγερσιν αὐτοῦ, Πινδ. Ο. 8. 43· σ. ἀδίκων ἔργων, ἀρετάς, ὁ βοηθῶν πρὸς αὐτά, Εὐρ. ἐν Ἱππ. 676, ἐν Μηδ. 845· σ. τινί τινος, ὁ βοηθῶν τινα εἴς τι, Πλάτ. Συμπ. 180Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 21· σ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 10, ἐν Συμπ. 8, 38· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 4. 3, 7· ἔν τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 588· ― μετ’ ἀπαρ., σ. τῷ παιδὶ μὴ ἐκπεσεῖν Εὐρ. Ἴων 48. ΙΙ. ὁ τὰ αὐτὰ καί τις ἄλλος ἐργαζόμενος, συνεργάτης ἢ σύντροφος, μετὰ γεν. προσ., Δημ. 385. 23, Ἐπιγρ. παρὰ Ραγκαβῇ 56Α. ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τινὲς γράφουσι σύνεργος, Ἀμμών. 131, Θωμ. Μάγιστρ. 339.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui prête son aide ou son concours ; τινι, rar. τινος à qqn ; abs. auxiliaire ; en mauv. part complice ; συνεργός τινος qui aide à faire qch, qui aide à qch ; συνεργός τινί τινος qui aide qqn en qch.
Étymologie: σύν, ἔργον.
English (Slater)
συνεργός
1 fellow worker Αἰακοῦ, τὸν καλέσαντο συνεργὸν τείχεος (O. 8.32)
Spanish
English (Strong)
from a presumed compound of σύν and the base of ἔργον; a co-laborer, i.e. coadjutor: companion in labour, (fellow-)helper(-labourer, -worker), labourer together with, workfellow.
English (Thayer)
συνεργόν (σύν and ἘΡΓΩ) (from Pindar), Euripides, Thucydides down, a companion in work, fellow-worker (Vulg. adjutor ( ); Θεοῦ, one whom God employs as an assistant, as it were (a fellow-worker with God), G L text WH marginal reading but with τοῦ Θεοῦ in brackets; et al. διάκονον, which see 1). plural: a joint-promoter (A. V. helper)), συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς, we labor with you to the end that we may rejoice in your Christian state, εἰς ὑμᾶς (my) fellow-worker to you-ward, in reference to you, εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, for the advancement of the kingdom of God, τῇ ἀλήθεια, for (the benefit of) the truth (others render (so R. V.) 'with the truth'; see Westcott at the passage), 2 Maccabees 14:5.)
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνεργός, -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α
ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός μυών ή μυϊκών ομάδων, η συστολή τών οποίων συμβάλλει στην πραγματοποίηση της ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)
μσν.-αρχ.
1. συνεργάτης, βοηθός (α. «θεοῡ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.
β. «ὁ τοῡ θεοῡ φόβος τῆς ἀρετῆς συνεργός», Θεοδώρ.)
2. αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε κάτι (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ ἄνευ», Κλήμ. Αλ.
β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», Ευρ.
γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
ο συντεχνίτης, ο σύντροφος στην ίδια δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εργός / -εργος (< ἔργον), πρβλ. εν-εργός, πάρ-εργος].
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνεργός, -όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α
ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.)
νεοελλ.
ανατ. χαρακτηρισμός μυών ή μυϊκών ομάδων, η συστολή τών οποίων συμβάλλει στην πραγματοποίηση της ίδιας κίνησης («συνεργοί μύες»)
μσν.-αρχ.
1. συνεργάτης, βοηθός (α. «θεοῡ γάρ ἐσμεν συνεργοί», ΚΔ.
β. «ὁ τοῡ θεοῡ φόβος τῆς ἀρετῆς συνεργός», Θεοδώρ.)
2. αυτός που συνεργάζεται με κάποιον, που συμβάλλει σε κάτι (α. «τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ συνεκτικά, τὰ δὲ συνεργά, τὰ δὲ ὧν οὐκ ἄνευ», Κλήμ. Αλ.
β. «ξυνεργὸς ἀρετᾱς», Ευρ.
γ. «τῆς ἀγάπης συνεργέ», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
ο συντεχνίτης, ο σύντροφος στην ίδια δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εργός / -εργος (< ἔργον), πρβλ. εν-εργός, πάρ-εργος].
Greek Monotonic
συνεργός: -όν (*ἔργω),
I. αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους, αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην επιτέλεση ενός έργου· και ως ουσ., συνεργάτης, βοηθός, συμμέτοχος, αρωγός, συναυτουργός, συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., συνεργὸς τείχεος, αυτός που συμβάλλει στην ανέγερση τείχους, σε Πίνδ.· συνεργὸς ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς, αυτός που συντελεί στην επίτευξη ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· συνεργός τινίτινος, αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, σε Ξεν.· εἴςή πρός τι, στον ίδ.
II. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο αντικείμενο, συνεργάτης, συνάδελφος, σύντεχνος, ομότεχνος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συνεργός: ὁ и ἡ
1) сотрудник, участник, помощник: σ. τινι Thuc., Xen., реже τινος Plut. оказывающий помощь кому-л.; σ. τινί τινος Xen., Plat. оказывающий помощь кому-л. в чем-л.; σ. πρός и εἴς τι Xen. или ἔν τινι Arph. помощник в чем-л.; θρήνοις ἐμοῖς ξ. - v. l. ξυνῳδός Eur. рыдающий вместе со мной; χρῆσθαί τινι συνεργῷ Plat. пользоваться чьей-л. помощью;
2) сообщник (τινος Eur.);
3) сотоварищ, однокашник Dem.