βείομαι
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
German (Pape)
[Seite 441] p. = βέομαι, Il. 22. 431; βείω Il. 6, 113 = βῶ, conj. von ἔβην.
Greek (Liddell-Scott)
βείομαι: βείω, ἴδε ἐν λ. βέομαι.
French (Bailly abrégé)
v. βέομαι.
English (Autenrieth)
2 sing. βέῃ, pres. w. fut. signif.: shall (will) live, Il. 15.194, Il. 16.852, Il. 22.22, , Il. 24.131. ;;: see βέομαι.
Spanish (DGE)
v. βέομαι.
Greek Monotonic
βείομαι: βλ. βέομαι.
Russian (Dvoretsky)
βείομαι: эп. = βέομαι.