εὐπιστία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A pious belief, prob. cj. in Jul.Or.4.153a.
Greek Monolingual
η (Α εὐπιστία) εύπιστος
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του εύπιστου, η ευκολοπιστία
2. αφέλεια, απλοϊκότητα, ακρισία
αρχ.
1. εμπιστοσύνη, πεποίθηση
2. ευσεβής πίστη.
Russian (Dvoretsky)
εὐπιστία: ἡ доверие (Aeschin. - v. l. к ἀπιστία).