ψυχοπλανής

Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ές,

   A making the soul wander, epith. of Dionysus, AP9.524.24.

German (Pape)

[Seite 1404] ές, die Seele verwirrend, täuschend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοπλανής: -ές, ὁ κάμνων τὴν ψυχὴν νὰ πλανᾶται, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui égare les âmes.
Étymologie: ψυχή, πλανάω.

Greek Monolingual

-ές, Α
ψυχοπλάνος («ψυχοπλανὴς Βάκχος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νοο-πλανής].

Greek Monotonic

ψῡχοπλᾰνής: -ές, αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχοπλᾰνής: заставляющий души блуждать, т. е. приводящий в исступление (Διόνυσος Anth.).