ἀναιμία

From LSJ
Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιμία Medium diacritics: ἀναιμία Low diacritics: αναιμία Capitals: ΑΝΑΙΜΙΑ
Transliteration A: anaimía Transliteration B: anaimia Transliteration C: anaimia Beta Code: a)naimi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of blood, Arist.PA652b26.

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, Blutlosigkeit, Arist. part. an. 2. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιμία: ἡ, ἔλλειψις αἵματος, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 2. 7, 8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ carencia de sangre Arist.PA 652b26.

Greek Monolingual

η (Α ἀναιμία) ἄναιμος
1. αρχ. έλλειψη αίματος
2. Ιατρ. η ελάττωση του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε αιμοσφαιρίνη ή και των δύο μαζί, καθώς και η νόσος που προκύπτει από την κατάσταση αυτή.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιμία: ἡ отсутствие крови, бескровность Arst.