ἀναιμία
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ἡ,
A want of blood, Arist.PA652b26.
German (Pape)
[Seite 189] ἡ, Blutlosigkeit, Arist. part. an. 2. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιμία: ἡ, ἔλλειψις αἵματος, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 2. 7, 8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ carencia de sangre Arist.PA 652b26.
Greek Monolingual
η (Α ἀναιμία) ἄναιμος
1. αρχ. έλλειψη αίματος
2. Ιατρ. η ελάττωση του αριθμού τών ερυθρών αιμοσφαιρίων ή της περιεκτικότητάς τους σε αιμοσφαιρίνη ή και των δύο μαζί, καθώς και η νόσος που προκύπτει από την κατάσταση αυτή.
Russian (Dvoretsky)
ἀναιμία: ἡ отсутствие крови, бескровность Arst.