ὀσμάομαι

From LSJ
Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμάομαι Medium diacritics: ὀσμάομαι Low diacritics: οσμάομαι Capitals: ΟΣΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: osmáomai Transliteration B: osmaomai Transliteration C: osmaomai Beta Code: o)sma/omai

English (LSJ)

older form ὀδμ- (v. ὀσμή),

   A smell at a thing, τινος Arist. HA541a25, etc.; τι Gal.17(2).151: abs., smell, have the sense of smell, Democr.11 (in form ὀδμ-), Heraclit.98, Arist.de An.421a11, 424b16, AP11.240 (Lucill.); τὰ ὀσμώμενα the organs of smell, Gal.UP8.4:— Pass., ὀδμᾶσθαι Anon. Lond.33.19.    II metaph., perceive, remark, Λάκωνος ὀσμᾶσθαι λόγου S.Fr.176 (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 396] riechen, wittern, spüren; Arist. top. 1, 12; Plut. u. a. Sp.; – übertr., Λάκωνος ὀσμᾶσθαι λόγου, Soph. frg. 186.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσμάομαι: ἀρχαιότερος τύπος ὀδμ- (ἴδε ὀσμή), ἀποθ., ὀσφραίνομαι, ἀντιλαμβάνομαι τῆς ὀσμῆς πράγματός τινος, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 12, κτλ· τι Γαλην.· ἀπολ., ὀσφραίνομαι, ἔχω τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως, Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 139 (ἐν τῷ τύπῳ ὀδμ), Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 7., 2. 12, 7. ΙΙ. μεταφ., ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ, παρατηρῶ, μετὰ γεν., Σοφ. Ἀποσπ. 186· ἀπολ., Ἀνθ. Π. 11. 240. ― Ἐνεργ. ὀσμάω Γαλην. 4. 487.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
sentir, flairer, gén..
Étymologie: ὀσμή.

Greek Monotonic

ὀσμάομαι: αρχ. τύπος ὀδμ-, αποθ., οσμίζομαι, οσφραίνομαι κάτι· μεταφ., αντιλαμβάνομαι, επισημαίνω, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀσμάομαι: арх. ὀδμάομαι
1) нюхать, обнюхивать (τινος Arst.);
2) обладать обонянием, обонять (τὸ ὀσμᾶσθαι αἰσθάνεσθαί, sc. ἐστιν Arst.);
3) перен. пахнуть, отдавать (Λάκωνος ὀ. λόγου Soph.).