πυρίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of πῦρ,
A spark, Thphr.Fr.33.
πῡρίδιον, τό, Dim. of πυρός, Ar.Lys.1206 (pl.), PSI6.611.2 (pl., iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 822] τό, dim. von πῦρ, Plut. plac. phil. 2, 90 im plur. τό, dim. von πυρός, Ar. Lys. 1206.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πῦρ, σπινθήρ., Πλούτ. 2. 890Α, Στοβ. Ἐκλογ. 522.
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
petit feu, étincelle de feu.
Étymologie: πῦρ.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α πῡρ
(με υποκορ. σημ.) σπινθήρας, λάμψη.———————— (II)
τὸ, Α πυρός
(με υποκορ. σημ.) σιταράκι.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίδιον: I (ρῐ) τό πῦρ огонек Plut.
πῡρίδιον: II (ρῐ) τό πυρός II] зернышко пшеницы Arph.