εὐμαρῶς
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
French (Bailly abrégé)
adv.
1 doucement;
2 facilement, aisément.
Étymologie: εὐμαρής.
Russian (Dvoretsky)
εὐμᾰρῶς: 1) легко, без труда Plat., Luc.;
2) с удобством (νυκτερεύειν Plut.).