καταλύω

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλύω Medium diacritics: καταλύω Low diacritics: καταλύω Capitals: ΚΑΤΑΛΥΩ
Transliteration A: katalýō Transliteration B: katalyō Transliteration C: katalyo Beta Code: katalu/w

English (LSJ)

fut.

   A -λύσω Od.4.28: 3pl. plpf. -λελύκεσαν Hdn.8.4.2:—Pass., fut. -λῠθήσομαι Pl.Lg.714c, D. 38.22 (fut. Med. in pass. sense, v. infr. 1.2a): pf. -λέλῠμαι Th.6.36:— put down, destroy, πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα Il.2.117, 9.24; τείχη, [πτόλιν], E.Tr.819, 1080 (both lyr.); γέφυραν break it up, Hdn. l. c.    2 of political or other systems, dissolve, break up, put down, κ. ἀρχήν, βασιληΐην, ἰσοκρατίας, Hdt.1.53,54, 5.92.ά; τοῦ Διὸς τὴν δύναμιν Ar.Pl.142; τὸ κράτος τῆς βουλῆς Plu.Per.7; τὰς προσόδους τὰς Μιλησίων SIG633.40 (Milet., ii B. C.): freq. in Att., κ. τὸν δῆμον Ar.Ec. 453, Th.3.81; τὴν δημοκρατίαν Ar.Pl.948; τὰς πολιτείας Decr. ap. D. 18.182:—Pass., καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας Lex ap.And.1.96, cf. 95, Lys.13.4, Arist.Pol.1292a29: fut. Med. as Pass., καταλύσεται . . ἡ ἀρχή (Cobet καταλελύσεται) X.Cyr.1.6.9.    b c. acc. pers., put down, depose, κ. τύραννον Th.1.18, etc.; κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς X.Cyr.8.5.24:— Pass., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν having been dismissed, Hdt.6.43; καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς Id.1.104, cf. 6.9.    c dissolve, dismiss, disband a body, καταλύειν τὴν βουλήν, τὸν στόλον, Id.5.72, 7.16.β; τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχάς Th.2.15; τὸ ναυτικόν D.18.102 (Pass.).    d abolish or annul laws, customs, etc., δίκην Gorg.Pal.17; νόμους Isoc.6.66 (Pass.), Plb.3.8.2, cf.Ev.Matt.5.17; ψήφισμα Michel725.20 (ii B.C.); also κ. τὸν ἱππέα render him useless, X.Eq.12.5.    e τὴν φυλακὴν κ. neglect the watch, Ar.V.2, cf. Arist.Pol.1308a29; τὴν φρουράν Pl.Lg.762c; τὴν κοινὴν φυλακὴν καταλυθῆναι βούλεται Din.1.112.    f κ. τὴν τριηραρχίαν lay it down, Isoc.18.59; τὴν ἄσκησιν, v. infr. 3a.    3 bring to an end, τὸν βίον X. Ap.7; ἐς Ἅιδαν καταλύσουσ' ἔμμοχθον βίοτον E.Supp.1004(lyr.); μώμου ἀδικίαν καὶ δόξης ἀμαθίαν Gorg.Hel.21; ἐλπίδα Th.2.89; δόξα, ἣν αἰσχρόν ἐστιν ἐν σοὶ -λῦσαι D.10.73; κ. τὸ πλεῖν, τὴν ἄροσιν, Id.33.4, Ael.NA13.1; κ. τὰς θυσίας Lys.30.17, Isoc.6.68; τὰ γυμνάσια And.4.39; τὸν λόγον Aeschin.2.126, Isoc.12.176; τοὺς λόγους περὶ τὰ μέγιστα κ. ib.199: abs., make an end, ὥρᾳ κ. die in good time, Diocl.Com.14, cf.Philostr.VA8.28; πύκτης ὢν κατέλυσε retired from the ring, AP11.79 (Lucill.), cf. 161 (Id.) (in full -λῦσαι τὴν ἄσκησιν Gal.Protr.14); καθάπερ ἐν τοῖς Χοροῖς ἐν τῷ καταλύειν in the ending, Arist.Pr.921a20: also pf. part. Pass. καταλελυμένος disused, obsolete, Phld.Mus.p.68 K.    b κ. τὴν ὑπάρχουσαν εἰρήνην break the peace, Aeschin.3.55; but,    c more commonly, κ. τὸν πόλεμον end the war, make peace, Ar.Lys.112, Th.7.31, X.An.5.7.27, etc.; δίκας settle disputes, IG5(2).357.15 (Stymphalus, iii B.C.): abs. (sc. τὸν πόλεμον), Foed. ap. Th.5.23; πρός τινα Foed.ib.8.58:—more freq. in Med., καταλύσασθαι τὰς ἔχθρας, componere inimicitias, Hdt.7.146; τὸν πόλεμον And.3.17, Th.6.36; στάσιν Ar.Ra.359: abs., make peace, Hdt. 8.140.ά, Th.1.81, X.HG6.8.6, etc.; καταλύεσθαί τινι come to terms with one, Hdt.9.11, etc.    4 Pass., ἤδη καταλελυμένης τῆς ἡλικίας in the decay of life, Arist.Pol.1335a34.    II unloose, unyoke, καταλύσομεν ἵππους Od.4.28; τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφεοῦ κ. take it down from the wall where it was hung up, Hdt.2.121.γ:—Pass., to be taken down from hanging, Hp.Aph.2.43.    2 intr., take up one's quarters, lodge, παρ' ἐμοὶ καταλύει he is my guest, Pl.Grg.447b, cf. Prt.311a, D.18.82: abs., Pl.Prt.315d: c. acc., κ. παρά τινα turn off the road to a person's house, go and lodge with him, Th.1.136; κ. εἰς πανδοκεῖον Aeschin.2.97; Μεγαροῖ Pl.Tht.142c; ἐν τῷ ἱαρῷ SIG978.8(Cnidos, iii B.C.):—Med., θανάτῳ καταλυσαίμαν may I take my rest in the grave, E.Med.146 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1362] (s. λύω), auflösen; 1) vernichten, zerstören; ὃς δὴ πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα, Il. 2, 117. 9, 24; τείχη Eur. Troad. 819; πόλεως ἃν πυρὸς αἰθομένα κατέλυσεν ὁρμά 1081; τὴν βασιληΐην Her. 1, 54; τὴν βουλήν 5, 72; τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχάς Thuc. 2, 15; so öfter von Aufhebung der bestehenden Verfassung des Staates; ὁ δῆμος καταλύεται, die Demokratie wird aufgehoben, vernichtet, Andoc. 3, 1. 4; Dem. 13, 14 u. andere Redner oft; auch πλῆθος, Lys. 13, 16; καταλύσεταί σου εὐθὺς ἡ ἀρχή Xen. Cyr. 1, 6, 9, für das fut. pass.; auch in anderen Vrbdgn, καταλύειν πειράσεσθε τοῦτον τῆς ἀρχῆς Cyr. 8, 5, 24, ihn der Herrschaft zu entsetzen, wie Her. sagt τῆς ἀρχῆς κατελύθησαν, 1, 104; ὅπως ἄρξει τε ἀεὶ καὶ μὴ καταλυθήσεται Plat. Legg. IV, 714 c; Pol. öfter, τὰς μοναρχίας, τοὺς νόμους, 2, 43, 8. 3, 8, 2; – γέφυραν, abbrechen, Hdn. 8, 4, 4. – 2) auseinander gehen lassen; στόλον Her. 7, 16, 2; στρατιάν Xen. Cyr. 6, 1, 15; pass., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν Her. 6, 43; πόλεμον, den Krieg beilegen, Thuc. 8, 58 u. öfter; auch absol., 5, 23; Ggstz von ἀνελέσθαι, Xen. An. 5, 7, 27. Daher im med. sich aussöhnen, die Streitigkeiten beilegen, Thuc. 1, 81. 4, 16 u. öfter, wie καταλύσονται τῷ Πέρσῃ Her. 9, 11, vgl. 8, 140; aber auch καταλύεσθαι τὸν πόλεμον, den Krieg unter einander beilegen, Andoc. 3, 17; vgl. Xen. Hell. 6, 3, 6. – Aehnl. λόγον, die Rede beendigen, Isocr. 12, 176, u. τὸν βίον, Xen. Apol. 7, wie Eur. Suppl. 1004 εἰς Ἅιδαν καταλύσουσ' ἔμμοχθον βίοτον. – 3) losbinden, losspannen, καταλύσομεν ἵππους Od. 4, 28; Halt machen, um auszuruhen, einkehren, nach Moeris hellenistisch für κατάγεσθαι; aber Thuc. sagt 1, 136 παρὰ Ἄδμητον καταλῦσαι u. Dem. πρέσβεις δεῦρ' ἀφικνούμενοι παρὰ σοὶ κατέλυον, 18, 82; vgl. Plat. Theaet. 142 c; öfter bei Sp. – 4) absol., aufhören, πύκτης ὢν κατέλυσε Lucill. 43 (XI, 161); so Dem. οὔπω ἔτη ἐστὶν ἑπτά, ἀφ' οὗ τὸ μὲν πλεῖν καταλέλυκα, ich habe das Fahren zur See eingestellt, damit aufgehört, 33, 4, vgl. 10, 73 u. Ath. XIII, 581 c; – φυλακήν, den Wachtposten aufgeben, ablösen, Ar. Vesp. 2, vgl. Plat. Legg. IV, 714 c; Arist. pol. 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύω: μέλλ.-λύσω (καὶ Δωρ. καταλυσῶ, Ἐπιγρ.)― Παθ., μέλλ. -λῠθήσομαι Πλάτ. Νόμ. 714C, Δημ. 991. 11 (ἴδε κατωτ. Ι. 2. α): πρκμ.-λέλῠμαι Θουκ. 6. 36. Λύω τι ἐντελῶς καὶ καταβάλλω, καταρρίπτω, καταστρέφω, πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα Ἰλ. Β. 117., Ι. 24· τείχη, πόλιν Εὐρ. Τρῳ. 819, 1080· κ. γέφυραν, διαλύω, καταστρέφω, Ἡρῳδιαν. 8. 4. 2)ἐπὶ πολιτικῶν συστημάτων κ.τ.τ., καταστρέφω, καταργῶ, κ. ἀρχήν, βασιληΐην, ἰσοκρατίας Ἡρόδ. 1. 53, 54., 5. 92, 1· Διὸς τὴν δύναμιν· Ἀριστοφ. Πλ. 141· συχνάκις παρ’ Ἀττ. συγγραφ., κ. τὸν δῆμον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 453, Θουκ. 3. 81· τὴν δημοκρατίαν Ἀριστοφ. Πλ. 948, (ἀντίθ., συνιστάναι) τὴν ὀλιγαρχίαν, Θουκ. 8, 48, πρβλ. Ἀνδοκ. 12. 42, Λυσ. 130. 10· τὸ πλῆθος ὁ αὐτὸς 131. 12· τὴν πολιτείαν Δημ. 289. 11· ὅπως ἄρξει τε ἀεὶ καὶ μὴ καταλυθήσεται Πλάτ. Νόμ. 4. 714· (ἡ πολιτεία συνέστηκε) αὐτόθι 7, 817· κατελύθησαν δημοκρατίαι καὶ (μετ’ ὀλίγον) ἀνῄρηνται Ξεν. Κύρ. ἐν ἀρχῇ· λέγεται δέ, καταλύω τὴν ἀρχήν σου, τὴν σὴν ἀρχήν, καί, σε τῆς ἀρχῆς, καί, ἀναιρεῖν τὰς πολιτείας Ἰσοκρ. 8. 99· Παθητ., καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 6· Μέσ. μέλλ. ὡς παθ., καταλύσεται… ἡ ἀρχὴ (Κόβητος καταλελύσεται) Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 30. β) μετ’ αἰτ. προσ., καταβάλλω, ἀπολύω, καθαιρῶ, κ. τύραννον Θουκ. 1.17, (ἀντίθετ. τυράννους καθιστάναι Ἰσοκρ. 8. 99) κτλ.· κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς Ξεν. Κύρ. 8. 5, 24.― Παθ., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν, ἀφοῦ καθῃρέθησαν ἢ ἀπελύθησαν, Ἡρόδ. 6. 43· καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. 1. 104., 6. 9· πρὶν τὸν χρόνον τῆς ἀρχῆς σφίσιν ἐξήκειν κατελύοντο Δίων Κ. 36, 26. γ) διαλύω, ἀπολύω, «ἀφίνω» σῶμά τι πολιτικὸν ἢ στρατιωτικόν, καταλύειν τὴν βουλήν, τὸν στόλον ὁ αὐτὸς 5. 72., 7. 16, 2· κ. τὸ κράτος τῆς βουλῆς Πλουτ. Περικλ. 7· τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχὰς Θουκ. 2. 15· τὸ ναυτικὸν Δημ. 260. 10, ἀντίθ., συστήσασθαι δύναμιν Πολύβ. 4. 60, 2. δ) καταργῶ νόμους, ἔθιμα, κτλ., Ἰσοκρ. 129Ε, 130Α, Πολύβ. 3. 8, 2· ὡσαύτως, κ. τὸν ἱππέα, τὸν κάμνω ἄχρηστον, Ξεν. Ἱππ. 12, 5. ε) τὴν φυλακὴν κ., παραμελῶ τὴν φυλακήν, Ἀριστοφ. Σφ. 2, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 762C, Δείναρχ. 104. 29 (ἀντίθετ. τοῦ φυλάττειν), ἵνα φυλάττωσι καὶ μὴ καταλύωσιν ὥσπερ νυκτερινὴν φυλακὴν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8. ζ) κ. τὴν τριηραρχίαν, καταπαύω ἢ παραμελῶ, Ἰσοκρ. 382Β. 3) τελευτῶ, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, καταλύειν τὴν δόξαν ἐν ἑαυτῷ, θέτω τέρμα εἰς τὴν δόξαν ἐν ἑμαυτῷ, Δημ. 150. 27, πρβλ. Ἰσοκρ. 269Ε, 274D· κ. τὸ πλεῖν, τὴν ἄροσιν Δημ. 893. 23, Αἰλ. π. Ζ. 13. 1· καταλύεσθαι τὰς θυσίας, τὰ γυμνάσια, Λυσ. 184. 34, Ἀνδοκ. 34. 17· καταλύεσθαι τὸν λόγον περί τι Αἰσχίν., ἀντίθ., συστήσασθαι λόγον, Πολύβ. 3, 50, 44. ἐν τέλ.·― καταλῦσαι τὸν βίον, θανεῖν, Ξεν. Ἀπολ. 7· κ. βίοτον ἐς Ἅιδαν Εὐρ. Ἱκέτ. 1004· καὶ οἱ μεθ’ Ὅμηρον τὸ θανεῖν καταλῦσαι τὸν βίον λέγουσιν Εὐστ.· καὶ ἀπολύτ., καταλύειν, ἀποθνήσκειν· οἱ καταλύσαντες, οἱ ἀπελθόντες, οἱ τεθνηκότες, Γρηγόρ.· ὥρα κ., ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ ἀποθνήσκω, ἀλλά, πύκτης ὢν κατέλυσε Ἀνθ. Π. 11. 161· ἔπαυσε τὸ πυκτεύειν ὡς ὁ Πλούτ. ἐν Ἠθ. 593· ἀθλητὰς καταλύσαντας ἄσκησιν· ὁμοίως καταλύειν τὴν τέχνην·― ἐν τῷ καταλύειν, εἰς τὸ τέλος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 3. β) κ. τὴν εἰρήνην, παραβαίνω, καταργῶ, καταπατῶ, Αἰσχίν. 61. 23. ἀλλά, γ) συνηθέστερον, κ. τὸν πόλεμον, τελειώνω τὸν πόλεμον, κάμνω εἰρήνην, Ἀριστοφ. Λυσ. 112, Θουκ. 7. 31· οὔτε ἀνελέσθαι πόλεμον, οὔτε καταλῦσαι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 27, κτλ.· καὶ ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν πόλεμον) καταλύειν τινί, εἰρηνεύω μετά τινος,) (ἀντίθ., συστήσασθαι πόλεμον Πολύβ. 2, 13, 3), Θουκ. 5. 23· πρός τινα 8. 58· ― συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καταλύεσθαι τὰς ἔχθρας, componere inimicitias, Ἡρόδ. 7. 146· τὸν πόλεμον Ἀνδοκ. 35. 32, Θουκ. 6. 36· χρὴ ἄρχεσθαι τοῦ πολέμου ὡς σχολαίτατα, ὅταν δὲ γένηται, καταλύεσθαι ὡς τάχιστα Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 6· στάσιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· καί, ἀπολ., εἰρηνεύω, κάμνω εἰρήνην, τινι μετά τινος, Ἡρόδ. 8. 140, Θουκ. 1. 81., 4. 18, κτλ.· καταλύεσθαί τινι, συνεννοοῦμαι μετά τινος, κάμνω εἰρήνην, Ἡρόδ. 9. 11, κτλ. 4. Παθ., ἤδη καταλελυμένης τῆς ἡλικίας, ἐν τῇ παρακμῇ τῆς ζωῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 10. ΙΙ. λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ, «ξεζεύγω», καταλύσομεν ἵππους Ὀδ. Δ. 28· τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφεοῦ κ., καταβιβάζω τι ἀπὸ τοῦ τοίχου ἐφ’ οὗ ἐκρέματο, Ἡρόδ. 2. 121, 3· «καταλῦσαι· τὸν ἀπαγξάμενον καθελεῖν» Φώτ.· οὕτως ἐν τῷ Παθ., καταβιβάζομαι ἀπὸ τοῦ νὰ κρέμαμαι, Ἱππ. Ἀφ. 1246. 2) ἀμετάβ., μένω, διαμένω, παρ’ ἐμοὶ καταλύει, εἶναι ξένος μου, ξενίζεται παρ’ ἐμοί, Πλάτ. Γοργ. 447Β, πρβλ. Πρωτ. 311Α, 315D, Δημ. 252. 24· ὡσαύτως μετὰ τῆς ἐμπροθ. αἰτιατ., κ. παρά τινα, ἀφίνω τὴν ὁδὸν καὶ ὑπάγω εἰς τὴν οἰκίαν τινός, ὑπάγω καὶ μένω παρ’ αὐτῷ, Θουκ. 1. 136· οὕτω, κ. εἰς πανδοχεῖον Αἰσχ. 41. 4· Μεγαροῖ Πλάτ. Θεαίτ. 142C· (συχνότερον ἡ σημασ. αὕτη παρὰ μεταγενεστ., διὸ ὁ Μοῖρις προτιμᾷ τὸ κατάγεσθαι)· ἀπολ., ἀναπαύομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 2· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, θανάτῳ καταλυσαίμαν, εἴθε νὰ ἀναπαυθῶ διὰ τοῦ θανάτου, Εὐρ. Μήδ. 146· πρβλ. κατάλυσις ΙΙ, κατάλυμα. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 295, ἔνθα περὶ τῆς συγχύσεως ἐν τοῖς χειρογράφοις τοῦ καταΛύειν, ―καταΔύειν, ―καταΛύεσθαι, ―καταΔύεσθαι κλπ.

French (Bailly abrégé)

I. dissoudre :
1 détruire, renverser, acc. : πολίων κάρηνα IL le faîte des villes ; fig. τὴν βουλήν HDT dissoudre, càd supprimer le conseil ; τινα τῆς ἀρχῆς XÉN renverser qqn du pouvoir;
2 congédier, licencier (l’armée, la flotte);
3 faire cesser, mettre fin à, terminer, acc. : τὸν βίον XÉN finir la vie ; πόλεμον XÉN ou abs. καταλύειν terminer une guerre, faire la paix ; abs. cesser son cours, prendre fin : ἡ παππῴα δόξα ἔν σοι καταλύει DÉM la gloire de tes aïeux finit avec toi ; (s.e. πόλεμον) cesser les hostilités, THC ; κ. τινι faire la paix avec qqn;
II. délier, dételer : ἵππους OD des chevaux ; descendre pour séjourner ou loger : εἰς παντοδοχεῖον PLUT dans une hôtellerie ; παρά τινα chez qqn ; παρά τινι loger chez qqn;
Moy. καταλύομαι;
1 mettre fin à, cesser, terminer : τὸν πόλεμον XÉN les hostilités;
2 abs. finir les hostilités ; se réconcilier.
Étymologie: κατά, λύω.

English (Autenrieth)

aor. κατέλῦσε, subj. -λύσομεν: loose (unharness), Od. 4.28; fig., undo, ‘destroy,’ Il. 2.117, Il. 9.24.

English (Strong)

from κατά and λύω; to loosen down (disintegrate), i.e. (by implication) to demolish (literally or figuratively); specially (compare κατάλυμα) to halt for the night: destroy, dissolve, be guest, lodge, come to nought, overthrow, throw down.

English (Thayer)

future καταλύσω; 1st aorist κατέλυσα; 1st aorist passive κατελυθην; 1future passive 3rd person singular καταλυθήσεται; to dissolve, disunite (see, III:4);
a. (what has been joined together) equivalent to to destroy, demolish: λίθους (A. V. throw down), τόν ναόν, οἰκίαν, οἰκοδομεῖν, Homer, Iliad 9,24 f; 2,117; τευχη, Euripides, Tro. 819; γέφυραν, Herodian, 8,4, 4 (2edition, Bekker)).
b. metaphorically, to overthrow, i. e. to render vain, to deprive of success, to bring to naught: τήν βουλήν ἤ τό ἔργον, τάς ἀπειλάς, τινα, to render fruitless one's desires, endeavors, etc. ibid. 39 G L T Tr WH (Plato, legg. 4, p. 714c.); to subvert, overthrow: τό ἔργον τοῦ Θεοῦ (see ἀγαθός, 2), Herodotus down, of institutions, forms of government, laws, etc., to deprive of force, annul, abrogate, discard: τόν νόμον, Xenophon, mem. 4,4, 14; Isocrates paneg. § 55; Philost. v., Apoll. 4,40).
c. of travelers, to halt on a journey, to put up, lodge (the figurative expression originating in the circumstance that, to put up for the night, the straps and packs of the beasts of burden are unbound and taken off; or, perhaps more correctly, from the fact that the traveler's garments, tied up when he is on the journey, are unloosed at its end; cf. ἀναλύω, 2): Thucydides, Xenophon, Plato down; the Sept. for לוּן, Buttmann, 145 (127)).

Greek Monolingual

(AM καταλύω)
1. αφανίζω, καταστρέφω
2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω
3. τρώγω κατ' εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη
νεοελλ.
1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση
2. διαμένω προσωρινά, εγκαθίσταμαι κάπου για λίγες μέρες, φιλοξενούμαι
3. (για καταλύτη) μεταβάλλω την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης, επιταχύνοντας ή επιβραδύνοντάς την
αρχ.
1. καθαιρώ, απολύω
2. καθιστώ κάποιον άχρηστο
3. παραμελώ, εγκαταλείπω
4. καταπαύω
5. τελειώνω κάτι
6. πεθαίνω
7. (σχετικά με ειρήνη) καταπατώ
8. (σχετικά με πόλεμο) παύω
9. λύνω από τον ζυγό
10. κατεβάζω κάτι που κρέμεται από τον τοίχο
11. μέσ. καταλύομαι
συνάπτω ειρήνη
12. παθ. καταλύομαι
καταβιβάζομαι
13. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταλελυμένος, -η, -ον
άχρηστος.

Greek Monotonic

καταλύω: μέλ. -λύσω [ῡ] — Παθ., μέλ. -λῠθήσομαι, παρακ. -λέλῠμαι·
I. 1. καταρρίπτω, καταστρέφω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. α) λέγεται για πολιτικά συστήματα, διαλύω, καταργώ, καταστέλλω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· κ. τύραννον, καταργώ, καθαιρώ, σε Θουκ.· κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς, σε Ξεν. — Παθ., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν, αφού καθαιρέθηκαν, σε Ηρόδ. β) διαλύω, απολύω, καταργώ πολιτικό ή στρατιωτικό σώμα, καταλύειν τὴν βουλὴν, στον ίδ.· τὸ ναυτικόν, σε Δημ. γ) τὴν φυλακὴν κ., παραμελώ τη φύλαξη, αμελώ τη φρούρηση, σε Αριστοφ. 3. α) τελειώνω, φέρνω εις πέρας, βίοτον, σε Ευρ.· τὸν βίον, σε Ξεν. β) κ. τὴν εἰρήνην, παραβιάζω την ειρήνη, σε Αισχίν.· γ) κ. τὸν πόλεμον, τελειώνω τον πόλεμο, κάνω ειρήνη, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· και απόλ. (ενν. τὸνπόλεμον) καταλύειν τινί ή πρός τινα, κάνω ειρήνη με κάποιον, σε Θουκ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ.· καταλύεσθαι τὰς ἔχθρας, σε Ηρόδ.
II. 1. λύνω από τον ζυγό, ξεζεύω, ἵππους, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφέου κ., το κατεβάζω από το τείχος (στο οποίο επάνω κρέμονταν), σε Ηρόδ.
2. αμτβ., μένω, διαμένω, παρ' ἐμοὶ καταλύει, είναι φιλοξενούμενός μου, σε Πλάτ.· κ. παρά τινα, πηγαίνω και μένω μαζί με κάποιον, σε Θουκ.· απόλ., αναπαύομαι, σε Αριστοφ. — Μέσ., θανάτῳ καταλυσαίμαν, μακάρι να βρω ανάπαυση στον τάφο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταλύω: (pass.: fut. καταλῠθήσομαι, pf. καταλέλῠμαι)
1) развязывать, распрягать (ἵππους Hom.);
2) отвязывать, т. е. снимать (τὸ σῶμα, sc. τοῦ ἀνακρεμαμένου Her.);
3) сносить, разрушать (πολίων κάρηνα Hom.; πόλιν, τείχη Eur.; ναόν NT);
4) ломать, сокрушать (Διὸς τὴν δύναμιν Arph.; τὸ κράτος τῆς βουλῆς Plut.);
5) ниспровергать, подрывать (τὴν δημοκρατίαν Arph.; τὸ πλῆθος Lys.; τὴν πολιτείαν Dem.): εἰ μὴ ἕξει τὰ ἐπιτήδειαστρατιά, καταλύσεται ἡ ἀρχή Xen. если армия не будет иметь продовольствия, власть (полководца) падет;
6) свергать (τύραννον Thuc., Plut.); смещать (τινὰ τῆς ἀρχῆς Xen.): καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς Her. лишиться власти;
7) распускать (τὴν βουλήν Her.; τῶν πόλεων τὰ βουλευτήρια Thuc.; τὸ ναυτικόν Dem.);
8) упразднять, отменять (τοὺς νόμους Polyb.; νόμον NT);
9) выводить из строя (τὸν ἱππέα Xen.);
10) тж. med. кончать, прекращать, оканчивать (τὸν πόλεμον Thuc.; στάσιν Arph.; τὸ πλεῖν Dem.; τὸν βίον Xen., Plut.; τὴν φυλακήν Arph.; τὸν λόγον Aeschin.; ἄσκησιν ὑπὸ γήρως Plut.): κ. τὴν εἰρήνην Aeschin. нарушать мир; ἐν τῷ καταλύειν Arst. в конце, при окончании; κ. πόλεμόν τινι или πρός τινα Thuc., Plut. прекращать войну с кем-л.; καταλύεσθαι τὰς ἐχθρας Her. прекращать взаимные раздоры; καταλελυμένης τῆς ἡλικίας Arst. на склоне жизни;
11) тж. med. заключать мир (τινί Her., Thuc.);
12) (ср. 1) останавливаться (для отдыха), искать убежища, находить пристанище (παρά τινα Thuc. и παρά τινι Dem.; Μεγαροῖ Plat.; εἰς πανδοχεῖον Plut.): θανάτῳ καταλύσασθαι Eur. найти себе отдых в могиле.