Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501Greek (Liddell-Scott)
χέρρας: Αἰολ. αἰτ. ἀντὶ χεῖρας, δῶρον Νικιάας εἰς ἀλόχω χέρρας ὀπάσσομεν Θεόκρ. 28, 9.
Russian (Dvoretsky)
χέρρας: Theocr. acc. pl. к χείρ.