βαθύνοος
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
ον, contr. βαθύ-νους, ουν,
A of deep mind, Νέστωρ [Arist.] Pepl.9.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύνοος: συνῃρ. -νους, ουν, ἔχων βαθὺν νοῦν, Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 23 (Ἀποσπ. 13 Bgk.).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
à l’esprit profond.
Étymologie: βαθύς, νόος.
Greek Monotonic
βᾰθύνοος: συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει βαθιά και μεστή σκέψη, σε Ανθ.