καλλίβωλος

From LSJ
Revision as of 10:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίβωλος Medium diacritics: καλλίβωλος Low diacritics: καλλίβωλος Capitals: ΚΑΛΛΙΒΩΛΟΣ
Transliteration A: kallíbōlos Transliteration B: kallibōlos Transliteration C: kallivolos Beta Code: kalli/bwlos

English (LSJ)

ον,

   A with rich soil, Ἴδας ὄρος E.Or.1382 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1309] schönschollig, mit fruchtbarem Boden, ἄστυ Eur. Or. 1382; bei Eustath. auch καλλιβῶλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίβωλος: -ον, ἔχων καλοὺς βόλους, εὔφορον γῆν, ἄστυ Εὐρ. Ὀρ. 1382.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles mottes de terre, au sol fertile.
Étymologie: καλός, βῶλος.

Greek Monolingual

καλλίβωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλούσιο έδαφος, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + βῶλος «βώλος γης»].

Greek Monotonic

καλλίβωλος: -ον (βῶλον), εύφορος, καρποφόρος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίβωλος -ον [καλός, βῶλος] met vruchtbare grond.