κατόπιν

From LSJ
Revision as of 10:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόπιν Medium diacritics: κατόπιν Low diacritics: κατόπιν Capitals: ΚΑΤΟΠΙΝ
Transliteration A: katópin Transliteration B: katopin Transliteration C: katopin Beta Code: kato/pin

English (LSJ)

Adv., (v. ὄπις)

   A behind, after, Hp.Mul.1.12, Th.4.32, X.Cyr. 1.4.21: c.gen., Ar.Eq.625, Pl.Prt.316a; κ. ἐπὶ τῷ στόλῳ Plb.1.50.5; ἐκ τῶν κ. Id.2.67.2: metaph., κ. χωρεῖν τῶν εἰργασμένων fall short of, fail in describing, Chor.p.23 B.    II of Time, after, hereafter, f.l. in Thgn.280; εὐθὺς κ. Thphr.HP7.13.7; κ. ἑορτῆς ἥκομεν 'too late for the fair', Pl.Grg.447a; ἡ κ. [ἡμέρα] Plb.1.46.7, Phld.Ind.Sto.19; ὁ κ. ἐνιαυτός Plu.Cam.43; σε μένει καὶ κ. δάκρυα AP9.70 (Mnasalc.).

German (Pape)

[Seite 1404] = Folgdm, nach Moeris attisch für das hellenistische ὄπισθεν; Theogn. 280; Hippocr.; κατόπιν τούτους ἐδίωκον Xen. Cyr. 1, 4, 21; öfter bei Pol. u. Sp.; – τινός, Ar. Equ. 625; Plat. Prot. 316 a; Plut. Camill. 34 u. Sp.; ἡμέραν τῆς μάχης τὴν κατόπιν D. Hal. 3, 22; vgl. Pol. 1, 46, 7.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 avec idée de lieu derrière ; en arrière de, gén.;
2 avec idée de temps après, ensuite.
Étymologie: κατά, ὄψ.

Greek Monolingual

και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι)
επίρρ.
1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.)
2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β. «εὐθὺς κατόπιν», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (για δήλωση αιτίας) λόγω κάποιας αιτίας ή αφορμής («κατόπιν της δολοφονίας του πρωθυπουργού προκηρύσσονται εκλογές»)
2. φρ. α) «μέ πήρε (σ)το κατόπι» — έρχεται από πίσω μου, μέ παρακολουθεί
β) «κατόπιν εορτής» — μετά τα γεγονότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπι-σθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.].

Greek Monotonic

κατόπιν: επίρρ. (ὄπις),
I. ακολούθως, έπειτα, πίσω, σε Θέογν., Αττ.· με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για το χρόνο, ακολούθως, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κατόπιν: I adv. [ὄψ]
1) сзади, позади (διώκειν τινά Xen.);
2) после, затем: ἡ κ. ἡμέρα Polyb. следующий день.
II praep. cum gen.
1) позади, (вслед) за (κ. δὲ ἡμῶν ἐπεισῆλθον ὁ Ἀλκιβιάδης Plat.);
2) после (κ. ἑορτῆς Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατόπιν [κατά, ὄπις] adv. van plaats (er)achter. van tijd later, erna:. ὁ κ. ἐνιαυτός het volgende jaar Plut. Cam. 43.1. prep. na, achter, met gen.: κατόπιν δὲ ἡμῶν ἐπεισῆλθον Ἀλκιβιάδης τε... καὶ Κριτίας na ons kwamen Alcibiades en Critias binnen Plat. Prot. 316a.