γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ου (ὁ) :qui combat armé de la foudre.Étymologie: κεραυνός, μάχομαι.
κεραυνομάχας -ου Dor. [κεραυνός, μάχομαι] die met zijn bliksem strijdt.