Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
πᾱγός: -ή, -όν, Δωρ. ἀντὶ πηγός, Ἀλκμάν 1.
παγός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηγός.
πᾱγός Dor. voor πηγός.