σπερμαίνω

From LSJ
Revision as of 13:07, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμαίνω Medium diacritics: σπερμαίνω Low diacritics: σπερμαίνω Capitals: ΣΠΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: spermaínō Transliteration B: spermainō Transliteration C: spermaino Beta Code: spermai/nw

English (LSJ)

   A sow with seed, fertilize, of the Nile, Plu.2.366a; of the male, Horap.2.115: c. acc. cogn., σ. σπέρμα Aq., Thd.Ge.1.29.    2 metaph., procreate, σ. γενεήν Hes.Op.736, cf. Call.Fr.207: abs., Arist.Pr.876b39:—Med., Nonn.D.3.295.

German (Pape)

[Seite 920] wie σπείρω, säen; γενεήν, Hes. O. 736, eine Nachkommenschaft erzeugen; – befruchten, vom Nil, Plut. Is. et Os. 38.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμαίνω: (σπέρμα) σπείρω, γονιμοποιῶ, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Πλούτ. 2. 366Α. ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, Ὡραπόλλ. 2. 115· μετὰ συστοίχ. αἰτ., σπ. σπέρμα Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ. 2) μεταφορ., γεννῶ, παράγω, σπ. γενεὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 734, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 207, Χριστοδ. Ἔκφρ. 210· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 4. 4, 2. ― Μέσσ., Νόνν. Δ. 3. 295.

French (Bailly abrégé)

1 procréer;
2 féconder en parl. du Nil.
Étymologie: σπέρμα.

Greek Monolingual

Α σπέρμα
1. γονιμοποιώ
2. γεννώ, παράγω.

Greek Monotonic

σπερμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, σπέρνω, γονιμοποιώ· γεννώ, παιδοποιώ, τεκνοποιώ, σε Ησίοδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπερμαίνω [σπέρμα] verwekken.