εὐσχήμων
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (σχῆμα)
A elegant in figure, mien and bearing, graceful, opp. ἀσχήμων, Pl.R.413e, al.; ἀλεκτρυών Cratin. 108; τὰ εὐ. ἡμῶν (sc. μόρια) 1 Ep.Cor.12.24: Comp. -έστερος more respectable, Pl.R.554e: Sup. -έστατοι, πονεῖν ἵπποι X.Eq.11.12. 2 in bad sense, with an outside show of goodness, specious in behaviour, εἴς τινα E.Med.584. II of things, decent, becoming, λόγοι Id.Hipp. 490, D.60.9; πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Aeschin.3.162; λέγειν εὐσχήμονα Arist.EN1128a7; τὸ εὔσχημον decorum, Pl.R.401c, Lg. 797b. Adv. -μόνως with grace and dignity, like a gentleman, Ar.V. 1210, X.Cyr.1.3.8, Arist.EN1101a1; ζῆν Phld.Herc.1251.18: Comp -έστερον, ἔχειν Pl.Epin.981a; τι φέρειν D.60.35: Sup. -έστατα IG 22.1034.11. 2 later also, noble, honourable, in rank (condemned by Phryn.309), Ev.Marc.15.43, Act.Ap.13.50, J.Vit.9, Vett.Val.66.7, al.; ἡ εὐ. the noble lady, PFlor.16.20 (iii A.D.). b title of a village magistrate, in pl., εὐ. κώμης BGU147 (ii/iii A.D.): sg., ἡ οἰκία τοῦ εὐ. PRyl.236.15 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσχήμων: εὔσχημον, γεν. ονος, (σχῆμα) κομψὸς τὸ σχῆμα, εὐπρεπής, ἐπίχαρις, ἀντιθ. τῷ ἀσχήμων, Πλάτ. Πολ. 413Ε, κ. ἀλλ.· - Συγκρ. - έστερος, αὐτόθι 554· Ὑπερθ. -έστατος, Ξεν. Ἱππ. 11, 12. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἔχων τὸ ἐξωτερικὸν μόνον εὔσχημον, εὐσχήμων κατ᾿ ἐπιφάνειαν, εἴς τινα Εὐρ. Μήδ. 584, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ἐπὶ πραγμ., πρέπων, εὐπρεπής, ἁρμόζων, λόγοι Εὖρ. Ἱππ. 490· πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον λέγειν Αἰσχίν. 76. 39· τὸ εὔσχημον, Λατ. decorum, Πλάτ. Πολ. 401C, Νομ. 797Β: - Ἐπίρρ. -μόνως, μετὰ χάριτος καὶ ἀξιοπρεπείας, Ἀριστοφ. Σφ. 1210, Ξεν. Κύρ. 1. 8, Ἀριστ. 110. Ν. 1. 10, 13: -Συγκ. -έστερον, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α. 2) μεταγεν. ὡσαύτως, εὐγενής, ἐξ ἐντίμου κοινωνικῆς τάξεως, πλούσιος, ἔντιμος, Πράξ. Ἀπ. ιδ΄, 2, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. ἐν Φρυν. 333. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
qui a bonne tenue, de bonne apparence, convenable ; en mauv. part qui montre un bon vouloir ou un empressement affecté ; τὸ εὔσχημον convenance;
Cp. εὐσχημονέστερος, Sp. εὐσχημονέστατος.
Étymologie: εὖ, σχῆμα.
English (Strong)
from εὖ and σχῆμα; well-formed, i.e. (figuratively) decorous, noble (in rank): comely, honourable.
English (Thayer)
εὔσχημον (εὖ, and σχῆμα the figure, Latin habitus);
1. of elegant figure, shapely, graceful, comely, bearing oneself becomingly in speech or behavior (Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato): τά εὐσχήμονα ἡμῶν, the comely parts of the body that need no covering (opposed to τά ἀσχήμονα ἡμῶν, verse 23), πρός τό εὔσχημον, to promote decorum, Lob. ad Phryn., p. 333), of good standing, honorable, influential, wealthy, respectable (R. V. of honorable estate): Josephus, de vita sua §9; Plutarch, parallel. Graec. et Rom c. 15, p. 309b.)
Greek Monolingual
εὐσχήμων, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση
2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά
3. πρόκριτος, προύχοντας, ευκατάστατος («Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας εὐσχήμων βουλευτής»)
4. έντιμος και σεβαστός, αξιοσέβαστατος
5. εξωτερικά ή επιφανειακά μόνο ευπρεπής και σοβαρός
6. το ουδ. ως ουσ. τo εὔσχημον
η ευσχημοσύνη.
επίρρ...
εὐσχημόνως (ΑΜ)
με ευσχημοσύνη, με ευπρέπεια και κοσμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχήμων (< σχήμα), πρβλ. ετερο-σχήμων, μεγαλο-σχήμων].
Greek Monotonic
εὐσχήμων: -ον, γεν. -ονος (σχῆμα)·
I. 1. κομψός στο σχήμα, καλόγνωμος, ήπιος στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά, χαριτωμένος, σε Πλάτ.· συγκρ. -έστερος· υπερθ. -έστατος, στον ίδ., Ξεν.
2. με αρνητική σημασία, αυτός που δίνει εξωτερική εντύπωση καλοσύνης, απατηλός, αληθοφανής, ορθός κατ' επίφαση, σε Ευρ.
II. λέγεται για πράγματα, πρέπων, αρμόζων, ταιριαστός, στον ίδ. κ.λπ.· τὸεὔσχημον, Λατ. decorum, σε Πλάτ.· επίρρ. -μόνως, με χάρη και αξιοπρέπια, όπως ένας «τζέντλεμαν», σε Αριστοφ., Ξεν.
III. ευγενής, έντιμος, αξιότιμος, εντιμότατος, σε περίοπτη κοινωνική θέση, πλούσιος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
εὐσχήμων: 2, gen. ονος
1) благопристойный, полный достоинства (ἀνήρ Plat.; λόγος Eur., Arst.; πρᾶγμα Aeschin.);
2) красивый, прекрасный, благородной внешности (πῶλος Xen.);
3) почтенный, уважаемый (γυναῖκες NT);
4) благовидный (ἀπόκρισις Plat.; πρόφασις Plut.);
5) притворный, лицемерный (εἴς τινα Eur.).