προσηλόω
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
A nail, rivet, fix to, [Ἰξίονα] τῷ τροχῷ E.ap.Plu.2.19e; σταυρῷ τινα J.BJ2.14.9, cf. Luc.Prom.2; ἐν δέλτῳ γεγραμμένα π. IG 12(2).35b19 (Mytilene): metaph., ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Pl.Phd.83d, cf. Iamb.Myst.2.6: c. acc. pers., crucify, Plu.2.206a:—Pass., to be fastened by nails, IG22.1640.7, 14.759; of persons, = προσπασσαλεύω, D.21.105; τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους LXX 3 Ma.4.9: metaph., Herod.Med. ap. Orib.Fr.106; of the soul, π. φθαρτικαῖς ὕλαις Ph.1.237; προσηλωθέντα, εἰ χρὴ φάναι, τῷ θεῷ Porph. Abst.1.57. II nail up, τὰ παρασκήνια D.21.17:—Pass., τὸ ἐργαστήριον σανιδίοις προσηλοῦσθαι to be boarded up, SIG799.26 (Cyzicus, i A.D.).
German (Pape)
[Seite 764] annageln, übertr., woran befestigen, τὶ πρός τι, Plat. Phaed. 83 d; Καυκάσῳ προσηλωμένος, Luc. D. D. 1, 1 Prom. 2; – vernageln, Dem. 21, 17.
Greek (Liddell-Scott)
προσηλόω: καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι πρός τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ παρασκήνια φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. προσπασσαλεύω), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 fixer avec des clous, clouer : τί τινι clouer une ch. à une autre ; particul. crucifier;
2 fig. clouer à, attacher à, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, ἡλόω.
English (Strong)
from πρός and a derivative of ἧλος; to peg to, i.e. spike fast: nail to.
English (Thayer)
προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to fasten with nails to, nail to (cf. πρός, IV:4): τί τῷ σταυρῷ, Plato, Demosthenes, Polybius, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, others.)
Greek Monotonic
προσηλόω: μέλ. -ώσω,
I. καρφώνω, καρφιτσώνω, τί τινι, τι πρός τι, σε Πλάτ.
II. στερεώνω κάτι σφιχτά, τὰ παρασκήνια, σε Δημ. — Παθ., καρφώνομαι, στερεώνομαι με καρφιά, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ηλόω vastnagelen:; χρύσεα ἐν τῷ νηῷ π. gouden plaatjes vastnagelen in de tempel Luc. 44.60; overdr..; ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη... προσηλοῖ αὐτὴν πρὸς τὸ σῶμα elke vreugde of verdriet nagelt de ziel vast aan het lichaam Plat. Phaed. 83d; dichtspijkeren:. π. τὰ παρασκήνια de zij-ingangen dichtspijkeren Dem. 21.17.