ἴφυον

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴφυον Medium diacritics: ἴφυον Low diacritics: ίφυον Capitals: ΙΦΥΟΝ
Transliteration A: íphyon Transliteration B: iphyon Transliteration C: ifyon Beta Code: i)/fuon

English (LSJ)

[ῑ], τό,

   A spike-lavender, Lavandula Spica, Ar.Th.910 (pl.), Fr. 560 (pl.), Epich.161, Thphr.HP6.6.11, 6.8.3.

German (Pape)

[Seite 1275] τό, eine Gemüsepflanze, ἐκ τῶν ἰφύων Ar. Th. 910, Schol. λάχανόν τι ἄγριον.

Greek (Liddell-Scott)

ἴφυον: ῑ, τό, εἶδος βοτάνης, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «εἶδος ἀγρίου λαχάνου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 910, Ἀποσπ. 473, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 11.

Greek Monolingual

ἴφυον, τὸ (Α)
(κατά τον Σχολιαστή του Αριστοφ.) είδος άγριου λάχανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Russian (Dvoretsky)

ἴφυον: (ῑ) τό (огородная) зелень, pl. овощи (или какой-л. вид их) Arph.