προαιτιάομαι
English (LSJ)
A accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.
German (Pape)
[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.
English (Strong)
from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.
Greek Monotonic
προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.