προαιτιάομαι

Revision as of 14:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.

German (Pape)

[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.

English (Strong)

from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.

Greek Monotonic

προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.