ἀκρατοφόρος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, and ἀκρᾱτο-φόρον, τό.
A vessel for pure wine, elsewh. ψυκτήρ, Cic.Fin.3.4.15, Poll.6.99, 10.70, J.BJ5.13.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱτοφόρος: ὁ, καὶ ἀκρᾱτοφόρον, τό, δοχεῖον δι’ ἄκρατον οἶνον, ἀλλαχοῦ ψυκτήρ, Κικ. Fin. 3. 4, 15, Πολυδ. 6. 99., 10. 70, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 6.
Spanish (DGE)
-ον
1 el que lleva o da vino epít. de Dioniso en Figalia, Paus.8.39.6.
2 subst. τὸ ἀ. recipiente para vino Cic.Fin.3.15, Poll.6.99, 10.70, I.BI 5.563.
Greek Monolingual
ἀκρατοφόρος, ο και ἀκρατοφόρον, το (Α)
δοχείο, κανάτα για άκρατο οίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + -φόρος < φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾱτοφόρος: ὁ сосуд для чистого вина Cic.