ἁλιγείτων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A near the sea, Hom.Epigr.4.6, Nonn.D.42.17.
German (Pape)
[Seite 96] ονος, Meernachbar, H. Ep. 4, 6; ὅρμος Nonn. D. 42, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιγείτων: -ον, γεν. ονος, ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. ΙV. 6.
Spanish (DGE)
(ἁλῐγείτων) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
vecino del mar Ps.Hdt.Vit.Hom.14, Nonn.D.42.17.
Greek Monolingual
ἁλιγείτων, -ονος (Α)
γειτονικός προς τη θάλασσα, παραθαλάσσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + γείτων-νος].
Russian (Dvoretsky)
ἁλιγείτων: 2, gen. ονος приморский (Αἰολὶς Σμύρνη Hom.).