ἀμφιστρατάομαι
English (LSJ)
Dep.,
A beleaguer, besiege, Ep. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713.
German (Pape)
[Seite 144] umlagern, πόλιν Il. 11, 713.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιστρᾰτάομαι: ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
impf. 3ᵉ pl. épq. ἀμφεστρατόωντο;
entourer de troupes, assiéger.
Étymologie: ἀμφί, στρατός.
English (Autenrieth)
besiege, only ipf., ἀμφεστρατόωντο, Il. 11.713†.
Spanish (DGE)
(ἀμφιστρᾰτάομαι) sitiar (πόλιν) ἀμφεστρατόωντο Il.11.713.
Greek Monotonic
ἀμφιστρᾰτάομαι: αποθ., περικυκλώνω με στρατό, πολιορκώ, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιστρᾰτάομαι: вести осаду, осаждать (πόλιν Hom.).