ἀποτυμπανίζω

From LSJ
Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτυμπᾰνίζω Medium diacritics: ἀποτυμπανίζω Low diacritics: αποτυμπανίζω Capitals: ΑΠΟΤΥΜΠΑΝΙΖΩ
Transliteration A: apotympanízō Transliteration B: apotympanizō Transliteration C: apotympanizo Beta Code: a)potumpani/zw

English (LSJ)

(later ἀποτύμπᾰν-τυπ- UPZ119 (ii B.C.), POxy.1798.1.7),

   A crucify on a plank, D.8.61,9.61:—Pass., Lys.13.56, D.19.137, Arist. Rh. 1383a5, Beros. ap. J.Ap.1.20.    2 generally, destroy, Plu.2.1049d.

German (Pape)

[Seite 333] abpauken, abprügeln, Dem. 9, 61 u. Sp.; bes. tödten, hinrichten, Lys. 13, 56; köpfen, Posidon. bei Ath. IV, 154.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτῠμπανίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ξυλοκοπῶ, «σκοτώνω ᾿ς τὸ ξύλον», «τουμπανίζω», πρβλ. τὸ Ρωμαϊκὸν fustuarium, Δημ. 104. 25., 126. 17: - Παθ., Λυσ. 135. 9, Δημ. 383. 16, Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14: - Οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἰω. Χρυσ. ὅστις ἐρμηνεύει αὐτὸ ἐσφαλμένως ἀποκεφάλισις.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποτυμπανίσω, att. ἀποτυμπανιῶ;
rouer de coups de bâton.
Étymologie: ἀπό, τυμπανίζω.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἀποτυπ- gener. en pap.
1 matar o ejecutar a palos (prob. acompañándolo c. otras acciones infamantes), a asesinos, Lys.13.56, Vit.Fr.Pap. en POxy.1798.1.7, traidores, D.8.61, 9.61, de mártires, Eus.HE 5.1.47, τοὺς μὲν ... ἀπετυμπάνισαν, τοὺς δὲ ἀνεσκολόπισαν Thdt.Affect.9.16, cf. Cels.8.54c, a perros rabiosos, Nil.M.79.157A, Chrys.M.57.442
en v. pas., Lys.13.65, οἱ ἀποτυμπανιζόμενοι los ejecutados a palos Arist.Rh.1383a5, cf. D.19.137, Plu.Dio 28, Ephr.Syr.1.218B, ὑπὸ τῶν φίλων ἀπετυμπανίσθη Beros.9a
azotar, apalear sin llegar a la muerte λέγ[ω] ν ἀποτυπανιεῖν αὐτοὺς καὶ ἐμὲ καὶ ἐγβαλεῖν ἐκ τῆς κώμης PEnteux.86.6 (III a.C.), cf. en v. pas. UPZ 119.37 (II a.C.), Plu.Sull.6, en la escuela μειράκια ἀποτυμπανίζειν Them.Or.21.251b, a Cristo antes de la crucifixión ἄνθρωπον ἀτιμότατα ἀπαχθέντα καὶ ἀποτυμπανισθέντα Cels.Phil.2.31a.
2 en gener. ejecutar, destruir ὁ δὲ Ζεὺς ... φύσας αὐτὸς καὶ αὐξήσας ἀποτυμπανίζει pero Zeus habiendo creado el mismo (al hombre) y hecho progresar (lo) destruye Plu.2.1049d, cf. 2.968e, en v. pas. αἰσχίστοις βασάνοις LXX 3Ma.3.27
esp. ref. a la decapitación Ἰάκοβον Ἡρώδης ἀπετυμπάνισε Thdt.Qu.in De.42, en v. pas., de los romanos que se ofrecían a ello por cinco minas, Euph.44.5.

Greek Monolingual

ἀποτυμπανίζω (Α)
1. θανατώνω με αποτυμπανισμό
2. εξολοθρεύω, εξοντώνω.

Greek Monotonic

ἀποτυμπᾰνίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, ξυλοκοπώ, σκοτώνω στο ξύλο, κάνω κάποιον «τούμπανο» στο ξύλο, υποβάλλω κάποιον στο βασανιστήριο της φάλαγγας, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτυμπᾰνίζω: избивать палками, забивать до смерти Lys., Arst., Dem., Plut.