ἀργυροποιός

Revision as of 17:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ,

   A worker in silver, AP14.50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροποιός: ὁ κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, Ἀνθ. Π. 14. 50: ― ἀργυροποίητος, ον, ὁ ἐξ ἀργύρου πεποιημένος, Ἰουστῖν. Ἱστ. σ. 153C· ἀργυροποιῒα, ἡ, ἡ τοῦ ἀργυροποιοῦ τέχνη, μνημονεύεται ἐκ χειρογρ. Ψευδο-Δημοκρίτου.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui travaille l’argent, orfèvre.
Étymologie: ἄργυρος, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
platero Phld.Po.C.fr.a.1.10, AP 14.50 (Metrod.), IGLS 9134.

Greek Monotonic

ἀργῠροποιός: ὁ (ποιέω), αργυροτεχνίτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροποιός: ὁ Anth. = ἀργυροκόπος.