βηματίζω

From LSJ
Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βημᾰτίζω Medium diacritics: βηματίζω Low diacritics: βηματίζω Capitals: ΒΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: bēmatízō Transliteration B: bēmatizō Transliteration C: vimatizo Beta Code: bhmati/zw

English (LSJ)

(Act. only in Hsch.)

   A measure by paces, Plb.3.39.8 (Pass.); ὁδὸς βεβηματισμένη κατὰ μίλιον Str.7.7.4:—Med., ὄμματι βηματίσαισθε τὸν ἀέρα Dionys.Eleg.3.5.    II step, walk, Aesop. 322b.

German (Pape)

[Seite 442] schreiten, Aesop.; abschreiten, durch Schritte ausmessen, Pol. 3, 39. 34, 12; Strab. VII p. 322.

Greek (Liddell-Scott)

βημᾰτίζω: μετρῶ διὰ βημάτων, Πολύβ. 3. 39, 8· βηματίζεσθαι αἰθέρα ὄμμασι Διονύσ. Ἐλεγ. 3. ΙΙ. καθόλου, πατῶ, βαδίζω, Εύστ. Πονημ. 27. 40· ἴδε Sturz Μακ. Διαλ. σ. 37sq.

French (Bailly abrégé)

f. βηματίσω;
marcher.
Étymologie: βῆμα.

Spanish (DGE)

1 medir, calcular mediante pasos, en v. pas. ταῦτα ... βεβημάτισται ... κατὰ σταδίους ὀκτώ Plb.3.39.8, ὁδὸς βεβηματισμένη κατὰ μίλιον Str.7.7.4
en v. med. mismo sent. ὄμματι βηματίσασθε τὸν αἰθέρα medid el aire e.e. calculad la distancia con la vista Dionys.Eleg.2.5, cf. en v. act., maced. según Hsch.
2 en v. act. pisar ποσὶ τὴν γῆν Amph.Or.2.137.

Greek Monolingual

(AM βηματίζω)
κάνω βήματα, βαδίζω
αρχ.
υπολογίζω απόσταση με βήματα.

Russian (Dvoretsky)

βημᾰτίζω: 1) шагать, ступать Aesop.;
2) измерять (шагами) (ὁβὸς βεβηματισμένη κατὰ μίλιον Polyb.).