βέλτερος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
α, ον,
A = βελτίων, poet. Comp. of ἀγαθός, better, more excellent, Hom. only in neut., βέλτερόν [ἐστι] it is better, c. inf., Il.15.511, 21.485: c. dat. pers. et inf., Od.17.18; βέλτερον εἰ . . 6.282, cf. Thgn.92, A.Th.337, etc.: Sup. βέλτατος, η, ον, Id.Eu.487, Supp. 1054.
German (Pape)
[Seite 441] p. = βελτίων, Hom. Odyss. 6, 282. 17, 18 (v. l. βέλτιον) Iliad. 14, 81. 15, 511. 18, 302. 21, 485. 22; 129. 23, 605 (v. l. δεύτερον), überall in der Form βέλτερον neutr.; – Hesiod. Op. 365 βέλτερον neutr.; Aeschyl. Suppl. 1070; Sept. 337 βέλτερα; Theogn. 92 und Pseudo-Phocylid. 130 = 122 mascul. βέλτερος. – Aeschyl. hat auch einen superlat. βέλτατος, Eumenid. 487 βέλτατα, Suppl. 1055 βέλτατον.
Greek (Liddell-Scott)
βέλτερος: -α, -ον, = βελτίων, ποιητ. συγκρ. τοῦ ἀγαθός, καλλίτερος, ἐξοχώτερος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδέτερον, βέλτερόν [ἐστι], εἶναι καλλίτερον (ἀπροσώπως) μετ’ ἀπαρεμφ., Ἰλ. Ο. 511, Φ. 485· μ. δοτ. προσ. καί ἀπαρ., Ὀδ. Ρ. 18· βέλτερον εἰ … Ζ. 282· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 91, Αἰσχύλ. Θήβ. 337, κτλ. - Ἐντεῦθεν σπάνιόν τι ὑπερθ. βέλτατος, η, ον, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 487, Ἱκέτ. 1055.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
Cp. poét. de ἀγαθός, meilleur ; βέλτερόν (ἐστι) avec l’inf. IL, OD il est mieux de ; βέλτερον εἰ OD (elle a) mieux fait de.
Étymologie: cf. βελτίων.
English (Autenrieth)
better, only neut. sing., βέλτερον (ἐστί), foll. by inf., βέλτερον εἰ, Od. 6.282.
Spanish (DGE)
-α, -ον
compar. de ἀγαθός q.u. mejor frec. neutr., c. o sin ἐστι e inf. es mejor, es preferible βέλτερόν ἐστι ... θῆρας ἐναιρεῖν ... ἢ κρείσσοσιν ... μάχεσθαι mejor es matar fieras que enfrentarse a hombres más fuertes, Il.21.485, cf. Od.17.18, βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ... ἠὲ βιῶναι es mejor morir que seguir viviendo, Il.15.511, cf. h.Merc.170, A.R.4.1255, Q.S.9.524, 10.44
•c.or. de inf. como primer término de la comparación τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν ἤ περ Ἀχαιούς es mejor que alguno de ellos participe, que no los aqueos, Il.18.302
•c. or. de rel. βέλτερον ὃς φεύγων προφύγῃ, κακὸν ἠὲ ἀλώῃ es preferible que el que huye escape al mal, a que sea cogido, Il.14.81, no neutro ἐχθρὸς β. ἢ φίλος ὤν siendo mejor enemigo que amigo Theogn.92
•c. gen. como segundo término de la compar. βέλτερα τῶνδε πράσσειν A.Th.337, cf. Supp.1069, β. ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνήρ Ps.Phoc.130
•c. inf. pero sin segundo término de la compar. βέλτερον ... ἔριδι ξυνελαυνέμεν ὅττι τάχιστα Il.22.129, οἴκοι βέλτερον εἶναι, ἐπεὶ βλαβερὸν τὸ θύρηφιν Hes.Op.365, h.Merc.36, cf. A.R.2.338, βέλτερον, εἰ καὐτή περ ἐποιχομένη πόσιν εὗρεν ἄλλοθεν mejor si ella yendo fuera encontró marido en otro sitio, Od.6.282, cf. A.R.1.254, v. tb. βελτίων.
• Etimología: Rel. ai. bála- ‘fuerza’, lat. dēbilis, aesl. bolĭjĭ, etc. c. un suf. -teros de compar.
Greek Monolingual
βέλτερος, -α, -ον (ποιητ.) (Α)
συγκρ. του αγαθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν όλους με το βούλομαι. Τη σύνδεση όμως αυτή εμποδίζει το αρχικά β-, το οποίο ούτε ως αιολικό ερμηνεύεται, εξαιτίας της μεγάλης του διαδόσεως, ούτε σε χειλοϋπερωικό μπορεί να αναχθεί, όπως συμβαίνει στο βούλομαι (< ινδοευρ. gwel-, gwol-). Υποστηρίχτηκε εξάλλου η ύπαρξη ενός τ. βελτός «ποθητός», ο οποίος προσέλαβε αργότερα συγκριτική σημασία «προτιμότερος, καλύτερος», πράγμα που οδήγησε και στον μορφολογικό σχηματισμό του συγκριτικού με τους τύπους βέλτερος και βελτίων και στη συνέχεια του υπερθετικού βέλτατος και βέλτιστος. Τέλος, όλοι αυτοί οι τ. ανάγονται πιθ. σε ρίζα bel- «δυνατός» και συνδέονται με αρχ. ινδ. balam «δύναμη», λατ. dēbilis «αδύνατος» κ.ά. Στην περίπτωση αυτή ο τ. βελτίων προήλθε από θ. βελτ-, που με τη σειρά του θα έχει προέλθει από λανθασμένη τμήση του τ. βέλτερος. Ο τ. βέλτερος απαντά στον Όμηρο στο ουδ. βέλτερον (ἐστι)... καθώς και στους μεταγενέστερους ποιητές (Θέογνι, Αισχύλο κ.ά.), ενώ οι τ. βελτίων, βέλτιστος είναι άγνωστοι στον Όμηρο και συνήθεις στην Ιωνική-Αττική].
Greek Monotonic
βέλτερος: -α, -ον, ποιητ. συγκρ. του ἀγαθός, καλύτερος, περισσότερο διαπρεπής· βέλτερόν (ἐστι), είναι καλύτερο (απρόσωπη έκφραση που συντάσσεται με απαρ.)· με απαρ. και δοτ. προσωπική, σε Όμηρ., Θέογν., Αισχύλ., κ.λπ.· από όπου, υπερθ. βέλτατος, -η, -ον, στον ίδ. (πιθ. από την ίδια ρίζα με το βούλομαι).
Russian (Dvoretsky)
βέλτερος: Hom., Aesch. = βελτίων.